Η ΠΡΩΪΜΗ ΝΑΥΣΙΠΛΟΪΑ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ
Περί Αλός
Χρήστος Γ. Ντούμας
Καθηγητής Αρχαιολογίας
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ
της Ναυτικής Ιστορίας», τεύχος 33, σελ.12,
ΟΚΤ-ΔΕΚ 2000, έκδ. Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος.
Αναδημοσίευση στο Περί Αλός με την έγκριση του ΝΜΕ.
Πρυμναίο τμήμα πλοίου χαραγμένο σε όστρακο πρωτοκυκλαδικού αγγείου από την Φυλακωπή της Μήλου. Σχέδιο Casson 1995. |
Ως γνωστόν, η θάλασσα είναι μία από τις περιοχές, στις οποίες ο άνθρωπος από την παλαιολιθική εποχή, αναζητούσε τροφή. Και το Αιγαίο δεν αποτελεί εξαίρεση. Οι συνεχώς πληθύνουσες μαρτυρίες, όσο προχωρεί η έρευνα, το επιβεβαιώνουν. Αυτή η πρώιμη εκμετάλλευση της θάλασσας ως πηγής τροφής έγινε ταυτόχρονα για τον αιγαιοπελαγίτη κίνητρο για την αναζήτηση τρόπων και μέσων αξιοποίησης του υγρού στοιχείου, για μακρινές και ασφαλείς μετακινήσεις. Η εύρεση οστών τόννου, ψαριού της ανοιχτής θάλασσας, σε μεσολιθικά στρώματα του σπηλαίου Φράχθι στην Ερμιονίδα που ανάγονται στην όγδοη χιλιετία π.Χ. είναι η αρχαιότερη μαρτυρία που έχουμε σήμερα για την πρώιμη εκμετάλλευση της θάλασσας του Αιγαίου. Η παρουσία όμως στο ίδιο στρώμα και εργαλείων από οψιανό της Μήλου αποτελεί μαρτυρία για τη θαλάσσια διακίνηση αγαθών και συνεπώς για την πρώιμη ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο [1]. Από την άποψη αυτή το Αιγαίο Πέλαγος δεν έχει μόνο 4.000 χρόνια ναυτικής ιστορίας και παράδοσης, όπως ο τίτλος της πρώτης θεματικής ενότητας του συνεδρίου διατείνεται. Η ναυτική του παράδοση πάει πίσω 9.000 ή 10.000 χρόνια.
Καθ’ όλην τη διάρκεια της νεολιθικής περιόδου, από την 7ηως το τέλος της 4ης χιλιετίας π.Χ., ο μηλιακός οψιανός γνώρισε ευρύτατη διάδοση, από την Μακεδονία έως την Κρήτη και από τις μικρασιατικές ακτές ως τα νησιά του Ιονίου Πελάγους [2]. Άλλα υλικά που η αρχαιολογική έρευνα δείχνει ότι επίσης διακινήθηκαν κατά την νεολιθική περίοδο ήταν ο καολίνης, κι αυτός από την Μήλο[3], η σμύριδα από τη Νάξο, η ελαφρόπετρα από τη Θήρα[4]. Αλλά δεν ήταν μόνο πρώτες ύλες. Σε κάπως προχωρημένο νεολιθικό στάδιο πλήρως διαμορφωμένα εργαλεία, όπως ανδεσιτικοί λιθόμυλοι, διακινούνταν επίσης από τον τόπο παραγωγής τους, την Αίγινα, στους παράκτιους οικισμούς της Αττικής [5]. Την ίδια περίπου εποχή φαίνεται πως έφτασαν στην Νάξο και τα εξωτικά μετάλλινα αντικείμενα, χρυσά και χάλκινα, που βρέθηκαν στη σπηλιά του Ζα. Αυτά φαίνεται να είχαν μάλλον βόρεια, βαλκανική προέλευση [6].
Χαραγμένα πλοία σε όστρακα από την Φυλακωπή της Μήλου. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. |
Την πρώιμη, νεολιθική, θαλάσσια επικοινωνία του Αιγαίου με την Ανατολική Βαλκανική υποδηλώνει και η εύρεση σπονδύλων σε παραδουνάβιους οικισμούς, με μεγαλύτερη συγκέντρωση στις εκβολές [7]. Το τελευταίο αυτό σημαίνει ότι η διακίνηση του οστρέου αυτού, που σύμφωνα με τους ειδικούς δεν ζει στα ψυχρά νερά του Ευξείνου Πόντου, αφθονεί όμως στο Βόρειο Αιγαίο, πρέπει να γινόταν δια θαλάσσης μέσω του Ελλησπόντου, της Προποντίδας και του Βοσπόρου. Αυτό σημαίνει ότι περί τα τέλη της Νεολιθικής Εποχής θα πρέπει να είχαν ήδη δημιουργηθεί τα αντίστοιχα στενά [8].
Όλα αυτά τα ευρήματα μαρτυρούν όχι μόνο την αυξανόμενη ένταση στις θαλάσσιες μετακινήσεις, αλλά και τη σταδιακή βελτίωση των πλωτών μέσων κατά τη Νεολιθική Εποχή. Δυστυχώς απεικονίσεις των μέσων αυτών δεν έχουν φτάσει ως εμάς σήμερα, ώστε να εικάσουμε έστω τη μορφή, τα υλικά κατασκευής και ενδεχομένως το μέγεθός τους. Μονάχα πειραματικά δοκιμάστηκε η παπυρέλα στο «ταξίδι του οψιανού» [9].
Τις ναυτικές δραστηριότητες των κατοίκων του Αιγαίου στα τέλη της Νεολιθικής Εποχής ή στις αρχές της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, στις αρχές δηλαδή της 3ης χιλιετίας π.Χ., υπαινίσσονται και μερικοί πρώιμοι ελληνικοί μύθοι. Η καθήλωση, παραδείγματος χάριν, του Προμηθέα στον Καύκασο, ο μύθος του Χρυσομάλλου δέρατος, η Αργοναυτική εκστρατεία, σχετίζονται άμεσα με τα πρώτα βήματα της μεταλλουργίας στο Αιγαίο, υποδηλώνοντας την εισαγωγή τόσο έτοιμων προϊόντων της όσο και τεχνολογίας από τις περιοχές εκείνες του Ευξείνου Πόντου[10]. Τους μύθους αυτούς επιβεβαιώνει η αρχαιολογική μαρτυρία. Η Λήμνος, ακριβώς μπροστά στην είσοδο του Ελλησπόντου, δεν διαθέτει μεταλλεύματα. Ωστόσο, το νησί αυτό κατέστη το αρχαιότερο κέντρο κατεργασίας μετάλλων και διακίνησης των προϊόντων της μεταλλουργίας στο Αιγαίο [11]. Χημικές και ισοτοπικές αναλύσεις των εργαλείων αυτών έχουν δείξει ότι τα κράματα χαλκού που χρησιμοποιήθηκαν είναι εξωαιγιακής τεχνολογίας και προελεύσεως. Ειδικότερα, για την προέλευση του κασσίτερου, που χαρακτηρίζει τα κράματα αυτά, μόνη ως τώρα υποψήφια περιοχή είναι το Αφγανιστάν, με τις μεγάλες γεωλογικές ηλικίες του οποίου σχετίζονται και τα βορειοαιγιακά κράματα [12]. Αν λοιπόν ο τόπος προέλευσης του κασσιτέρου είναι το Αφγανιστάν, η Κολχίδα δεν θα πρέπει να αποκλεισθεί ως η αφετηρία του θαλάσσιου δρόμου που ακολουθούσαν τα υλικά αυτά ώσπου να καταλήξουν στο Αιγαίο. Την άποψη αυτή ενισχύουν και οι προαναφερθείσες μυθολογικές μαρτυρίες.
Πλοίο χαραγμένο σε "τηγανόσχημο" σκεύος. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. |
Πιο χειροπιαστές μαρτυρίες για την πρώιμη ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο αποτελούν οι ασφαλώς χρονολογημένες απεικονίσεις πλοίων που έχουμε από τα μέσα της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (μέσα περίπου της 3ης χιλιετίας π.Χ.)[13]. Πρόκειται για τις παραστάσεις επάνω στα γνωστά πρωτοκυκλαδικά ΙΙ τηγανόσχημα σκεύη από το νεκροταφείο της Χαλανδριανής στη Σύρο. Κωπήλατα ή ταρσήλατα, τα πλοία εικονίζονται χαραγμένα στην εξωτερική επιφάνεια του πυθμένα των σκευών αυτών και περιβάλλονται συνήθως από σπείρες, οι οποίες, κατά γενική αποδοχή, συμβολίζουν τα κύματα της θάλασσας. Το ένα άκρο κάθε πλοίου είναι σημαντικά ψηλότερο από το άλλο, διαφορά που έδωσε αφορμή σε ατέρμονες συζητήσεις, όσον αφορά στο ποιο άκρο αντιστοιχεί στην πλώρη και ποιο στην πρύμνα [14].
Πολλοί είναι οι λόγοι που πιστεύω ότι συνηγορούν πως η πλώρη είναι το χαμηλό άκρο του πλοίου. Μεταξύ άλλων είναι και η ελαφρά κυρτότης που παρουσιάζει. Αυτή κάνει το πλοίο να κινείται ευχερέστερα στο νερό, ενώ το άλλο άκρο, σχεδόν κάθετο, θα καθιστούσε την κίνηση πιο προβληματική. Επιπροσθέτως το χαμηλό τμήμα θα απάλυνε τις προσκρούσεις, όταν το σκάφος έπλεε ανάμεσα σε υφάλους ή κατά τις προσορμήσεις του στις αμμουδερές ακτές [15]. Εξάλλου, καθώς έχει υποστηρίξει και ο Μαρινάτος, μια ψηλή πρύμνα θα ήταν αναγκαία σε πλοία που ταξίδευαν προς την ίδια κατεύθυνση με τον άνεμο προκειμένου να αποφύγουν τον κατακλυσμό τους από τα κύματα [16]. Άλλωστε, η πλατιά και ψηλή πρύμνα με λεία και κατακόρυφη της πίσω επιφάνεια θα έπαιζε σπουδαίο ρόλο στην πρόωση του πλοίου και θα πρέπει να θεωρηθεί ως πρόδρομος του ιστίου (πανιού) [17].
Πλοία χαραγμένα σε πρωτοκυκλαδικά τηγανόσχημα σκεύη. Σχέδιο Coleman 1985. |
Η σημαντική τάση βυθίσματος λόγω του βάρους της πρύμνης θα εξισορροπείτο από την οριζόντια προέκταση στο άλλο άκρο, η οποία, κατά τον Μαρινάτο, αποτελεί ισχυρή ένδειξη για να χαρακτηρισθούν οι προϊστορικοί Κυκλαδίτες ως οι εφευρέτες της τρόπιδος [18]. Αυτή η διαρρύθμιση της πρύμνης θα δημιουργούσε επίσης προβλήματα, όσον αφορά στην τήρηση της πορείας του σκάφους, και μάλιστα όταν έπνεαν αντίθετοι άνεμοι. Για την αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων, κατά την άποψη του Βήχου, επινοήθηκε η γωνιώδης διαμόρφωση της τρόπιδος στο πρωραίο πέρας. Η εμβολοειδής προέκταση του πρωραίου αυτού άκρου έχει ερμηνευθεί από τον Μαρινάτο είτε ως μέσο για την μείωση της έντασης των προσκρούσεων κατά τις προσορμήσεις, είτε ως αποχωρητήριο για την ανακούφιση των πληρωμάτων! Ένα άλλο στοιχείο χαρακτηριστικό των πλοίων της Σύρου είναι το ψάρι που είναι χαραγμένο στο ψηλό –πρυμναίο– άκρο. Το ψάρι αυτό έχει ερμηνευθεί ως έμβλημα του πλοίου που χρησίμευε ταυτόχρονα και ως ανεμοδείκτης.
Πλοία όμοια με τα εγχάρακτα των τηγανόσχημων αγγείων και της ίδιας περίπου με αυτά χρονολογίας παριστάνονται στις βραχογραφίες από την Κορφή τ’ Αρωνιού στη Νάξο, σήμερα στο τοπικό Μουσείο της Απειράνθου [19]. Ναξιακή προέλευση αποδίδεται και σε μερικά μολύβδινα ομοιώματα πλοίων, σήμερα σε βρετανικά μουσεία. Η γνησιότητα όμως των ομοιωμάτων αυτών έχει προσφάτως και με αρκετά σοβαρή επιχειρηματολογία έντονα αμφισβητηθεί και μάλλον θα πρέπει να θεωρούνται ως έργα των αρχών του 20ού μ.Χ. αιώνος [20]!
Ελαφρώς νεότερο, του τέλους ίσως της 3ης χιλιετίας π.Χ., φαίνεται το θραύσμα του αγγείου από τη Φυλακωπή, όπου σώζεται η πρύμνα και σημαντικό τμήμα του πλοίου, επάνω στο οποίο, επίσης εγχάρακτη, εικονίζεται ανθρώπινη μορφή. Η σπουδαιότητα του όστρακου αυτού έγκειται στο γεγονός, ότι δείχνει πως το πλοίο ήταν αφοδιασμένο και με κουπί-πηδάλιο [21]. Άλλο σημαντικό μνημείο της ίδιας εποχής, αλλά εκτός του νησιωτικού χώρου, είναι η πλατιά λαβή αγγείου από τον Ορχομενό της Βοιωτίας. Στη ράχη της λαβής αυτής είναι χαραγμένο πλοίο, σχεδόν όμοιο με τα γνωστά από τις Κυκλάδες, αλλά με ένα πρόσθετο στοιχείο: δυο κατακόρυφες γραμμές επάνω από το πλοίο. Αν αυτές οι γραμμές συμβολίζουν ιστούς, τότε η λαβή αυτή αποτελεί την αρχαιότερη μαρτυρία για ιστιοφόρα πλοία στο Αιγαίο και μπορεί να συσχετισθεί με τα ακιδογραφήματα στο σπήλαιο Ασφέντου των Σφακίων [22].
Από τις απεικονίσεις και τα ομοιώματα Πρωτοκυκλαδικών πλοίων έχει εκτιμηθεί γι’ αυτά ένα μέσο μήκος της τάξεως των 20 μέτρων. Κάθε σκάφος θα μπορούσε να χωρέσει 24 περίπου ταρσοπλόους ή κωπηλάτες καθώς και τον πηδαλιούχο. Με τέτοια ανθρωποδύναμη το Πρωτοκυκλαδικό σκάφος έχει υπολογιστεί ότι θα μπορούσε να αναπτύξει ταχύτητα 6 περίπου μιλίων την ώρα [23].
Τα πρώιμα αυτά αιγιακά πλοία είναι εντελώς διαφορετικά από εκείνα της Αιγύπτου. Το Αιγαίο είναι συχνά φουρτουνιασμένο και οι νησιώτες έπρεπε να τα βγάλουν πέρα με τα κύματα. Ίσως δεν είναι αυθαίρετη η ετυμολόγηση του Αιγαίου από το «αίγες», όρο που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες για τα κύματα. Αιγαίο, λοιπόν, σημαίνει κυματώδες. Συνεπώς, τα πλοία της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού είναι κατά την έκφραση του Lucien Bash, «…το προϊόν, το αποτέλεσμα μιας ήδη τετρακισχιλιοστούς ναυτικής εμπειρίας».
Η ναυπηγική τεχνολογία δεν ήταν η μόνη κατάκτηση των θαλασσοπόρων του Αιγαίου. Από τη στιγμή που είχαν επιτευχθεί ασφαλή και ταχύπλοα σκάφη, η διακίνηση αγαθών αναπτύχθηκε ακόμη περισσότερο και σε ακόμη μακρινότερες χώρες. Ίσως δεν στερείται σημασίας το γεγονός ότι η πρώιμη μεταλλουργία του Αιγαίου εξελίχθηκε γοργότερα στα νησιά και σ’ αυτά συντελέστηκαν τα πρώτα βήματα προς τον εξαστισμό. Χάρη στην ναυσιπλοΐα και για την εξυπηρέτησή της φαίνεται πως οι πρώτες αστρονομικές παρατηρήσεις έγιναν στα νησιά του Αιγαίου, καθώς έχει προτείνει ο Αστρονόμος M. W. Ovenden [24].
Παράσταση πλοίου σε βραχοβραχίες της Κορφής τ' Αρωνιού (Νάξος). Σχέδιο Doumas 1967. |
Η τεράστια εμπειρία στη ναυπηγική και τη ναυσιπλοΐα, που απέκτησαν οι νησιώτες του Αιγαίου κατά τη διάρκεια της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, καθρεφτίζεται στα έργα τέχνης της Μέσης Εποχής του Χαλκού (2000 –1650 π.Χ. περίπου) που απεικονίζουν πλοία. Ένα από τα μνημεία των αρχών της 2ης χιλιετίας π.Χ. είναι ο περίφημος δίσκος της Φαιστού με διάφορα σύμβολα εντυπωμένα στον πηλό. Ένα από τα σύμβολα αυτά εικονίζει πλοίο σχεδόν ταυτόσημο με εκείνα των πρωτοκυκλαδικών παραστάσεων και μάλιστα με ένα από τα δύο εικονιζόμενα στις βραχογραφίες της Νάξου. Στη Μέση Εποχή του Χαλκού φαίνεται πως ανήκει και το ομοίωμα πλοίου από μαλακό πωρόλιθο, που βρέθηκε σε αστρωματογράφητη συνάφεια στη Φυλακωπή της Μήλου. Της ίδιας περιόδου, αλλά λίγο νεώτερος από τους προαναφερθέντες, φαίνεται να είναι ο τύπος πλοίου που έχει αποκατασταθεί από όστρακα αγγείων της Ιωλκού κοντά στο Βόλο.
Παράσταση πλοίου σε μεσοελλαδικό αγγείο από την Αίγινα. Σχέδιο L. Basch |
Ακόμη πιο εξελιγμένα φαίνονται τα πλοία, που έχουν αποδοθεί ζωγραφικά και σε σχετικώς μεγάλη κλίμακα επάνω στην επιφάνεια ευμεγέθων αγγείων, από την Αίγινα καθώς επίσης εκείνα που εικονίζονται σε Μεσομινωϊκούς σφραγιδόλιθους. Τα σκάφη αυτά χαρακτηρίζει κυρτότης και στα δύο άκρα τους, η οποία οδήγησε το Μαρινάτο να αναγνωρίσει στον τύπο αυτό την ομηρική αμφιέλισσα, πρόγονο του σημερινού τρεχαντηριού[25]. Παρά τη μικροσκοπική απόδοση των πλοίων στους κρητικούς σφραγιδόλιθους και την συνακόλουθη απουσία κατασκευαστικών λεπτομερειών, η απεικόνιση ιστιοφόρων υποδηλώνει τη μεγάλη πρόοδο που έχει ήδη επιτευχθεί στη ναυπήγηση πλοίων και συνεπώς στις θαλάσσιες μεταφορές.
Το μνημείο που κατ’ εξοχήν μας πληροφορεί με λεπτομέρεια για τα επιτεύγματα της ναυπηγικής τέχνης στο Αιγαίο της Μέσης Εποχής του Χαλκού είναι η Μικρογραφική Ζωοφόρος από την Δυτική Οικεία του Ακρωτηρίου στη Θήρα [26]. Αν και τα μνημεία που η σκαπάνη αποκαλύπτει εκεί ανήκουν στις αρχές της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (μέσα περίπου του 17ου αι. π.Χ.) οι σκηνές που εικονίζονται στις τοιχογραφίες καταγράφουν δρώμενα και κατασκευές της προηγούμενης περιόδου. Η μεγάλη κλίμακα στην οποία έχουν απεικονισθεί και η ρεαλιστική περιγραφική προσέγγιση του Θηραίου ζωγράφου επέτρεψαν την απόδοση κατασκευαστικών λεπτομερειών, χάρη στις οποίες είναι δυνατή μια πληρέστερη αποκατάσταση του πλοίου που διέσχιζε τα νερά του Αιγαίου στα τέλη της Μέσης Εποχής του Χαλκού. Εφοδιασμένα με ιστό και τετράγωνο ιστίο, με ένα ή δύο κουπιά πηδάλια τα οποία αυτά διέθεταν επίσης από 18-20 ταρσοπλόους σε κάθε πλευρά τους. Η «γέφυρα» αποβίβασης στη πρύμνη του πλοίου ήταν κινητή, καθώς υποδηλώνει η αλυσίδα ανάρτησής της, ενώ ο ιστός ήσαν περιαιρετός, καθώς δείχνουν τα πλοία της κάτω σειράς στην τοιχογραφία του στολίσκου. Αυτά, επειδή ο διαθέσιμος χώρος δεν επέτρεψε στον καλλιτέχνη να τα ζωγραφίσει με όρθια τα κατάρτια, μας πληροφορούν ότι το κατεβασμένο κατάρτι μαζί με το πανί κρατιόταν σε οριζόντια θέση στηριγμένο σε διχαλωτούς στύλους. Από τις λεπτομέρειες αυτές μπορεί επίσης να υπολογίσει κανείς ότι το μήκος των πλοίων ξεπερνούσε τα τριάντα μέτρα. Τα πλοία της Θήρας μας δίνουν μια πολύ καλή εικόνα των σκαφών που διέσχιζαν την ανατολική Μεσόγειο προς το τέλος της Μέσης Εποχής του Χαλκού, γύρω στα μέσα του 17ου αιώνα π.Χ.
Λεπτομέρεια της νηοπομπής από την τοιχογραφία της Θήρας. |
Οι εισαγωγές αγαθών, όπως ελεφαντόδοντο, αυγά στρουθοκαμήλου, φαγεντιανές, λίθινα αγγεία και σκαραβαίοι, χαναναϊκοί αμφορείς και άλλα αντικείμενα από την Αίγυπτο, τη Συρία και την Παλαιστίνη, που συχνά οι αρχαιολογικές ανασκαφές φέρνουν στο φως, αποτελούν άμεσες μαρτυρίες των στενών επαφών που διατηρούσαν μεταξύ τους οι λαοί της ανατολικής Μεσογείου. Πλήθος όμως από έμμεσες μαρτυρίες και ενδείξεις μας αποκαλύπτονται μέσα από τα μνημεία της τέχνης της εποχής. Τα εξωτικά τοπία και τα ζώα που βλέπουμε στις τοιχογραφίες της Θήρας αποδίδουν τόσο πιστά την πραγματικότητα, ώστε αποκαλύπτουν την εμπειρία και την εξοικείωση των ίδιων των καλλιτεχνών με αυτά. Οι πίθηκοι, που εικονίζονται στην τέχνη του Αιγαίου να εμπλέκονται σε ανθρώπινες ασχολίες, ασφαλώς αποτελούν επίδραση από την τέχνη της ανατολικής Μεσογείου.
Πέρα όμως από τα δάνεια και τις ανταλλαγές υπάρχουν και καθιερωμένες καλλιτεχνικές συμβάσεις που προδίδουν λεξιλόγιο κοινό, καταληπτό από όλες τις κοινότητες που ζούσαν κατά μήκος των ακτών της ανατολικής Μεσογείου[27]. Ιδού μερικές από αυτές:
Η θέση των χεριών στις γυναίκες θρηνωδούς χρησιμοποιείται για την απόδοση της θλίψης και του πόνου στην αιγυπτιακή τέχνη, καθώς δείχνουν οι τοιχογραφίες σε αιγυπτιακούς τάφους: το ένα χέρι φέρεται προς τα κάτω και αγγίζει το έδαφος και το άλλο στηρίζει το μέτωπο. Την ίδια ακριβώς στάση εχρησιμοποίησε ο Θηραίος καλλιτέχνης για να αποδώσει τον πόνο που προκαλούσε στη νεαρή γυναίκα το τραυματισμένο και αιμορραγούν μεγάλο δάκτυλο του ποδιού της.
Στην μεσοποταμιακή, την αιγυπτιακή και την αιγιακή τέχνη το δέρμα του ταύρου αποδίδεται με τον ίδιο τρόπο: αστροειδής κηλίδες με στρογγυλεμένες ακτίνες.
Το νεκρό, αδρανές ανθρώπινο σώμα αποδίδεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στην Αίγυπτο, στην Μεσοποταμία και στο Αιγαίο.
Στις τοιχογραφίες της Θήρας τα παιδιά, που βρίσκονται σε κάποιο στάδιο μύησης για το πέρασμά τους στην κατάσταση του ενηλίκου, παριστάνονται με το κεφάλι, στο σύνολο ή εν μέρει, κουρεμένο ή ξυρισμένο. Η απεικόνιση παιδιών με παρόμοιο κούρεμα σε σκηνή στο κουρείο που βλέπουμε σε αιγυπτιακή τοιχογραφία ίσως εκπέμπει το ίδιο ή παρεμφερές μήνυμα.
Αυτή η «κοινή» καλλιτεχνική γλώσσα, δείγματα της οποίας παρουσιάσαμε, δεν θα είχε δημιουργηθεί, αν δεν υπήρχε επικοινωνία μεταξύ των λαών που περιβάλλουν την ανατολική Μεσόγειο. Και οι επαφές αυτές δεν θα είχαν αναπτυχθεί, αν δεν είχαν επίσης αναπτυχθεί η ναυπηγική τέχνη και η ναυσιπλοΐα.
Το Αιγαίο συχνά αναφέρεται ως το λίκνο του δυτικού πολιτισμού. Είναι αλήθεια ότι η δυτική σκέψη άρχισε εδώ και οι Ίωνες φιλόσοφοι θεωρούνται ως οι πρώτοι επιστήμονες που αποπειράθηκαν να ερμηνεύσουν τη φύση με κριτική σκέψη και με τη λογική. Η ελληνική επιστήμη δεν γεννήθηκε στο κενό. Καθώς λέει ο Sambursky, «εκληρονομούσε υλικά, μερικά από τα οποία είχαν υποστεί επεξεργασία και άλλα όχι: τους επιστημονικούς μύθους και τις κοσμογονίες της Ελλάδος και τους συσσωρευμένους θησαυρούς δύο χιλιετιών Βαβυλωνιακής και Αιγυπτιακής επιστήμης» [28]. Μαζί με τα υλικά αγαθά, από την ανατολική Μεσόγειο διείσδυσαν στο Αιγαίο οι επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις και φιλοσοφικές ιδέες που προσκαλούσαν σε περαιτέρω έρευνα και συζήτηση. Οι προϊστορικοί θαλασσοπόροι και έμποροι του Αιγαίου υπήρξαν οι διακινητές αυτών και των γνώσεων και ιδεών. Οι ναυτιλιακές τους δραστηριότητες υπήρξαν το έναυσμα για την ανάπτυξη της επιστήμης, της σκέψης και της κοινωνικής συμπεριφοράς. Σ’ αυτούς οφείλουμε τον σημερινό ναυτιλιακό νόμο της αβαρίας [29], τις πρωϊμότατες αστρονομικές παρατηρήσεις στην περιοχή του Αιγαίου, τις πρώτες απόπειρες για τη χαρτογράφηση του κόσμου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[1] T.W.Jacobsen, “The beginning of settled life in Greece”, Hesperia 50 (1981),σ. 306.
[2] C. Renfrew, J.R. Cann, J.E. Dixon, “Obsidian in the Aegean”. BSA 60 (1965),σσ. 225-242.
[3] Μ. Παντελίδου Γκόφα, Η Νεολιθική Νέα Μάκρη: Η κεραμεική. Αθήναι 1995, σσ.140-143.
[4] J. D. Evans and C. Renfrew, Excavations at Saliagos near Antiparos. London 1968, σσ. 73, 99 – 100.
[5] C. N. Runnels, “Trade and the demand for millstones in Southern Greece”,στο A.B. Knapp and T. Stech (eds.), Prehistoric Production and Exchange. Los Angeles 1985, σ. 34.
[6] Κ. Λ. Ζάχος, «Το σπήλαιο Ζα στη Νάξο», στο Γ. Παπαθανασόπουλος (επιμ.), Νεολιθικός Πολιτισμός στην Ελλάδα. Αθήνα 1996, σ. 88.
[7] C.Renfrew and N. Shacleton “Trade routes realigned by oxygen isotope analyses “, στο C. Renfrew, Problems in European Prehistory. Endinburg 1979,σσ. 183 – 189.
[8] Chr. Doumas, “Quelques indications concernant les contactes entre la Mer Egee et la Mer Noire avant la colonization grecque” Thracia Pontica IV (1992),σσ. 15 – 20.
[9] H. E. Tzalas, “On the Obsidian trail: with a papyrous craft in the Cyclades”, Tropis III, (1989), σσ. 441 – 469.
[10] Chr.Doumas, “What did the Argonauts seek in Colchis?” Hermathena
[11] L. Bernabo Brea, Poliochni: citta preistorica nell’ isola di Lemnos I-II. Roma 1964 (vol.I) και 1976 (vol.II).
[12] N. H. Gale, Z.A. Stos-Gale, G.R. Gilmore, “Alloy types and copper sources of Anatolian Studies 35, (1985), σσ. 143 – 73. E. Pernicka, F. Begemann, S. Schmitt – Strecker and A. P. Grimanis, “On the composition and provenance of metal artifacts from Poliochni in Lemnos”. Oxford Journal of Archeology 9, 3, (1990), σσ. 263 – 298.
[13] Για την εξέλιξη γενικά των πλοίων της Εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο βλ. Χρ. Ντούμα «Το πλοίο της Εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο», στο Δ. Βαλλιάνου (επιμ), Τα Λιμάνια της Κρήτης (υπό έκδοσιν).
[14] Χρ. Τσούντα, «Κυκλαδικά». Αρχαιολογική Εφημερίς (1899), σ.90.
[15] Chr. Doumas, “Remarques sur la forme du bateau egeen a l’ age du bronze ancien”, Valcamonica Symposium. Brescia 1970, σσ. 285 – 290.
[16] S. Marinatos, “La marine creto-mycenienne”, Bulletin de Correspondance Hellenique 1933, σ. 212.
[17] Γ. Βήχος, «Αεροδυναμική και υδροδυναμική των πρωτοκυκλαδικών πλοίων που εικονίζονται στα «τηγανόσχημα» σκεύη της Σύρου», Αρχαιολογία 32, Σεπτέμβρης 1989, σ. 21 –23.
[18] Σ. Μαρινάτος, «Αι κυκλάδες ως παράγων του Μεσογειακού πολιτισμού», Επετηρίς Εταιρίας Κυκλαδικών Μελετών Β’ 1962, σ. 234 – 43.
[19] Χρ. Ντούμας, «Κορφή τ’ Αρωνιού», Αρχαιολογικόν Δελτίον 20, (1965), σ. 48 – 51.
[20] C. Renfrew, “Cycladic metallurgy and the Aegean early Bronze Age”, American Journal of Archeology 71, 1967, 5 pl.3. Την αμφισβήτηση τηςγνησιότητάς των επρότεινε η S. Sherrat σε ανακοίνωσή της το 1997: “Through a glass darkly: glimpses of Early Cycladic Culture from Ashmolean”,στην ημερίδα με τίτλο: New Light on the Early Bronze Age Cyclades: A One – Day Conference in Honor of Prof. Chr. Doumas, Saturday 17th May 1997.
[21] T.D. Atkinson et al., Excavations at Phylakopi in Melos. London 1904, 91 pl.V:8c.
[22] Χρ. Γ. Παπουτσάκης, «Οι βραχογραφίες στ’ Ασφέντου των Σφακίων». Κρητικά Χρονικά ΚΔ’, (1972), σσ. 107 – 139.
[23] C. Broodbank, “The long boat and society in the Cyclades in the Keros – Syros culture”, American Journal of Archeology 93 (1989), σ. 329.
[24] The origin of the constellations. The Philosophical Journal, 3,1 (1966): 1 – 18.
[25] Σπ. Μαρινάτος, ο.π. (υποσημ. 15), σ. 215.
[26] Χρ. Ντούμας, Οι τοιχογραφίες της Θήρας, Αθήνα 1992, πιν. 34 –48.
[27] Chr. Doumas, “Conventions artistiques a Thera et dans la Mediterranee orientale a l’ époque prehistorique” στο P. Darque et J. Poursat (eds), L’ iconographie Minoenne. Paris 1985, σσ.28-34,
[28] S. Sambursky, The Phsysical World of the Greeks. Princeton 1987, σ.3.
[29] Γ. Μιχαηλίδης-Νουαρός, «Μια ένδοξη σελίδα της νομικής ιστορίας της Ρόδου», Νομικό Βήμα 33 (1985), σς.209 – 14, βλ. και Χρ. Ντούμας, «Το πρώιμο Αιγαίο και η συμβολή του στην ανάπτυξη της δυτικής σκέψης», στο Το Αιγαίο: επίκεντρο Ελληνικού Πολιτισμού. Μέλισσα, Αθήνα 1992, σσ.426 –31.
ΠΗΓΗ:
http://perialos.blogspot.gr/2012/04/blog-post_23.html#.Uc3ahFX-bYg.facebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον