Ο "αδηφάγος" εγκέφαλος και η γοητεία των θερμίδων - Ο εγκέφαλος του Γαργαντούα
Την περίοδο των εορτών, και όχι μόνο, οι περισσότεροι από εμάς έχουμε την τάση να αποκλίνουμε από τις καθημερινές διατροφικές μας συνήθειες. Το πασχαλινό τραπέζι σχεδόν μας επιβάλλει να περιδρομιάζουμε πλήθος δελεαστικών και θερμιδικά απαγορευμένων εδεσμάτων. Δυστυχώς όμως, η κατανάλωση τροφών πλούσιων σε θερμίδες δεν περιορίζεται στις λίγες ημέρες των εορτών, αλλά αποτελεί καθημερινή πρακτική για έναν πολύ μεγάλο αριθμό ατόμων, ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλου.
Η σύγχρονη έρευνα για τα δήθεν «αφύσικα» διατροφικά μας ήθη επικεντρώνεται στους νευροβιολογικούς μηχανισμούς που επιβάλλουν π.χ. στα βουλιμικά άτομα να συνεχίζουν να τρώνε ενώ έχουν χορτάσει και επιτρέπουν στα ανορεκτικά άτομα όχι μόνο να κατανικούν το αίσθημα της πείνας αλλά, επιπλέον, να αισθάνονται πραγματική ηδονή και ευφορία από αυτήν την εντελώς αφύσικη όσο και μάταιη νίκη τους. Μήπως ήρθε η ώρα να αναγνωρίσουμε τη βουλιμία και την ανορεξία ως σοβαρές οργανικές παθήσεις, που δεν σχετίζονται τόσο με την πρόσληψη τροφής όσο με την κακή λειτουργία του εγκεφάλου μας;
→Πέρα από τη στείρα αντιπαράθεση της «δίαιτας» έναντι της «γενετικής», οι πιο σύγχρονες επιστημονικές προσεγγίσεις -η διατροφική γονιδιωματική (nutrigenomics) και η διατροφική γενετική (nutrigenetics)- μελετούν το πώς η παρουσία της τροφής επηρεάζει και τελικά ρυθμίζει την έκφραση των συγκεκριμένων γονιδίων του οργανισμού. Και το διακύβευμα αυτών των ερευνών είναι πολύ πιο σοβαρό απ’ ό,τι φανταζόμαστε: από αυτό θα εξαρτηθεί στο άμεσο μέλλον η μακροζωία και κυρίως η ευζωία μεγάλων τμημάτων του ανθρώπινου πληθυσμού
Γράφει ο Σπύρος Μανουσέλης
Αποτελεί ασφαλώς ένα από τα παράδοξα της εποχής μας το θλιβερό γεγονός ότι, ενώ στις χώρες του λεγόμενου «τρίτου κόσμου» οι άνθρωποι πεθαίνουν από έλλειψη τροφής, στην πλούσια Δύση πεθαίνουν από υπερβολική κατανάλωση ή από στέρηση τροφής για λόγους αισθητικής!
Τι μας ωθεί να συνεχίζουμε να τρώμε «μέχρι σκασμού» ενώ νιώθουμε χορτάτοι ή να μη θέλουμε να «βάλουμε μπουκιά στο στόμα μας», μολονότι ο οργανισμός μας αποζητά απεγνωσμένα τροφή; Βουλιμία και ανορεξία αποτελούν δύο ακραίες, και δυστυχώς διόλου σπάνιες, εκδηλώσεις των νέων διατροφικών διαταραχών που τείνουν να προσλάβουν επιδημικές διαστάσεις στις πιο ανεπτυγμένες οικονομικά κοινωνίες.
Πάνω από τα δύο τρίτα όσων υποφέρουν από βουλιμία ή ανορεξία δεν καταφέρνουν ποτέ να θεραπευτούν πλήρως, ακόμη και ύστερα από πολυετή ψυχοθεραπεία. Γεγονός που, στις μέρες μας, έχει ενισχύσει σημαντικά τη νευροβιολογική προσέγγιση και εξήγηση των διατροφικών ανωμαλιών: πίσω από την απουσία αντιδράσεων ικανοποίησης ή ευχαρίστησης για την τροφή κρύβεται πάντα κάποια ανωμαλία στο νευρωνικό κύκλωμα που εντοπίζεται στον δικτυωτό σχηματισμό στο βάθος του εγκεφάλου και ρυθμίζει τα αισθήματα ευχαρίστησης.
Οι διατροφικές απορρυθμίσεις: ανορεξική και υπερφαγική επιδημία
Συνήθως αποδίδουμε τα αίτια των σοβαρών διατροφικών διαταραχών σε αποκλειστικά «εξωγενείς» κοινωνικούς ή ψυχολογικούς παράγοντες: π.χ. στην παραπλανητική προπαγάνδα από τα ΜΜΕ, στα αφύσικα πρότυπα ομορφιάς κ.ο.κ. Και είναι αλήθεια ότι για τους περισσότερους δημιουργούς της μόδας και των χολιγουντιανών προτύπων σωματικής αισθητικής τα υπερβολικά αδύνατα, σχεδόν εξαϋλωμένα σώματα αποτελούν πραγματική ιδεοληψία.
Πρόκειται, προφανώς, για μια άκρως επικίνδυνη ιδεοληπτική εμμονή με το σωματικό βάρος, που πλήττει κυρίως τις γυναίκες σε ηλικία υψηλού κινδύνου (από 13 έως 30 ετών). Για μια εντελώς παράλογη και απάνθρωπη κοινωνική επιταγή που συχνά «μεταφράζεται» σε δυσδιάγνωστη σωματική ασθένεια.
Πάντως, τα σωματικά συμπτώματα αυτής της υποτιθέμενης «κοινωνικής» πάθησης είναι ορατά: κάτισχνα, εξαϋλωμένα κορμιά, με βάρος κάτω από το 80% αυτού που θα έπρεπε να είναι με βάση το ύψος και την ηλικία τους. Επιπλέον, εκτός από τον μόνιμο παρανοϊκό τρόμο μήπως παχύνουν, τα θηλυκά θύματα της ανορεξίας εκδηλώνουν και άλλες οργανικές διαταραχές, π.χ. αμηνόρροια επί τρεις συνεχόμενους έμμηνους κύκλους, εξάλειψη κάθε σεξουαλικής επιθυμίας, κρίσεις κατάθλιψης κ.ά.
Οπως υποστηρίζει χαρακτηριστικά ο Ουόλτερ Κέι (Walter Kaye), πρωτοπόρος ερευνητής των νευροβιολογικών προϋποθέσεων της ανορεξίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας: «Για πολύ καιρό υπεύθυνα θεωρούνταν αποκλειστικά τα ΜΜΕ και η οικογένεια. Ομως οι διατροφικές διαταραχές είναι βιολογικές παθήσεις και, για να αποκτήσουμε πιο αποτελεσματικές θεραπείες, είναι απαραίτητο να υιοθετήσουμε μια προσέγγιση που να βασίζεται στη βιολογία».
Οι κυρίαρχες μέχρι σήμερα κοινωνικές-πολιτισμικές «εξηγήσεις» σχετικά με τα αίτια των μόνιμων διατροφικών απορρυθμίσεων μας εμποδίζουν να αναγνωρίσουμε τους μηχανισμούς εδραίωσης τέτοιων εμφανώς αφύσικων και αυτοκαταστροφικών συμπεριφορών. Αραγε πώς εξηγεί η αποκλειστικά εξωγενής «κοινωνιολογίζουσα» προσέγγιση το πολλαπλώς επιβεβαιωμένο γεγονός ότι τα άτομα που υποφέρουν, για παράδειγμα, από ανορεξία, μολονότι έχουν αδυνατίσει υπερβολικά, εξακολουθούν να βλέπουν το σώμα τους αποκρουστικά χοντρό; Ή το ακόμη πιο παράδοξο γεγονός ότι αυτά τα άτομα ισχυρίζονται πως νιώθουν πιο δυνατά και διαυγή μόνον όταν δεν βάζουν μπουκιά στο στόμα τους;
Πράγματι, ενώ στα φυσιολογικά άτομα η παρατεταμένη στέρηση τροφής προκαλεί επιβράδυνση των μεταβολικών διεργασιών και άρα ένα αίσθημα διαρκούς εξάντλησης, στους ανορεκτικούς φαίνεται πως συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο!
Τα τελευταία χρόνια, πλήθος ερευνών σε ολόκληρο τον κόσμο έχουν επιβεβαιώσει επαρκώς την ενοχλητική υποψία ότι πρωταγωνιστής και βασικός υπαίτιος για τέτοιες διατροφικές απορρυθμίσεις είναι ο ανθρώπινος εγκέφαλος.
Κατάφεραν μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις να αποκαλύψουν το ακριβές εγκεφαλικό υπόστρωμα και τους νευροψυχολογικούς μηχανισμούς που διαμορφώνουν τις σχέσεις εξάρτησης ή απεξάρτησής μας από την τροφή.
Ο εγκεφαλικός μηχανισμός της διαιτητικής… μαστούρας
Ως βουλιμία ή αδηφαγία περιγράφεται η ακατάσχετη και ανικανοποίητη επιθυμία για κατανάλωση τροφής. Η «διαταραχή ανεξέλεγκτης υπερφαγίας» (η λεγόμενη αγγλιστί «Binge Eating Disorder») είναι μια πάθηση ιδιαίτερα διαδεδομένη στις καταναλωτικές κοινωνίες –μόνο στις ΗΠΑ, την αυτοκρατορία του λίπους, η βουλιμία οδηγεί σε παχυσαρκία πάνω από το 3,4% των γυναικών και περίπου το 2% των ανδρών, ενώ πάνω από το 30% των ατόμων που ακολουθούν κάποια δίαιτα εκδηλώνουν βουλιμικά «επεισόδια» κατά τη διάρκεια της εβδομάδας.
Αυτή η διατροφική διαταραχή, επειδή στερεί από τα θύματά της τη δυνατότητα να έχουν τα τυπικά αισθήματα ικανοποίησης μετά το φαγητό, αποτελεί μία από τις βασικές αιτίες της παχυσαρκίας και άρα πηγή μόνιμου άγχους για την υγεία και την εξωτερική εμφάνιση: τα άτομα που υποφέρουν από αυτήν δεν μπορούν ούτε να συγκρατήσουν αλλά ούτε και να ικανοποιήσουν την ακόρεστη ανάγκη τους για τροφή.
Και όπως επιβεβαιώνεται από διαφορετικές έρευνες, τα ίδια ακριβώς εγκεφαλικά κυκλώματα που ευθύνονται για τη βουλιμία εμπλέκονται και στις φαινομενικά αντίθετες εκδηλώσεις των ανορεξικών!
Πράγματι, η λεγόμενη «ψυχογενής ανορεξία» εκδηλώνεται είτε ως «εκούσια» και παρατεταμένη αποχή από τη λήψη τροφής είτε ως εναλλαγή βουλιμικών και ανορεκτικών κρίσεων. Πολύ συχνά οι ανορεξικοί, υποκύπτοντας στους διατροφικούς πειρασμούς, καταβροχθίζουν τεράστιες ποσότητες τροφών, τις οποίες αμέσως μετά φροντίζουν να αποβάλλουν προκαλώντας τεχνητά εμετό ή παίρνοντας μεγάλες ποσότητες καθαρτικών και διουρητικών ουσιών.
Γιατί η στέρηση τροφής δεν είναι πάντα αποτελεσματική;
Η εκδήλωση λοιπόν τόσο της ανορεκτικής όσο και της βουλιμικής συμπεριφοράς συσχετίζεται πλέον σαφώς με τη δυσλειτουργία συγκεκριμένων νευρωνικών κυκλωμάτων του εγκεφάλου μας, τα οποία δεν είναι σε θέση να δημιουργούν τα συνήθη αισθήματα ευχαρίστησης και ικανοποίησης που φυσιολογικά θα έπρεπε να βιώνει κάθε άνθρωπος όταν τρώει.
Σήμερα όλοι παραδέχονται ότι μια «σωστή» θερμιδική δίαιτα συμβάλλει στην παράταση του προσδόκιμου ζωής, γεγονός που έχει κατ’ επανάληψη επιβεβαιωθεί με πειράματα πάνω σε ζώα, και με πιο έμμεσους τρόπους στους ανθρώπους.
Αν όμως ένας οργανισμός ακολουθεί μια ακατάλληλη θερμιδική δίαιτα, τότε αυτή θα επιφέρει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα: προκαλεί σοβαρές και μόνιμες διαταραχές της ισορροπίας του οργανισμού, οι οποίες σχεδόν αναπόφευκτα καταλήγουν στις πολύ γνωστές «πολιτισμικές» παθήσεις: καρδιαγγειακά νοσήματα, ορισμένες νεοπλασίες και σοβαρές ψυχικές διαταραχές.
Επιπλέον, χάρη στη συνεργασία τους με επιδημιολόγους οι διατροφολόγοι ανακάλυψαν, και κυρίως επιβεβαίωσαν επαρκώς, ότι ορισμένα πρότυπα διατροφής -όπως το μεσογειακό ή το ιαπωνικό- είναι πολύ καλύτερα από άλλα.
Παρ’ όλα αυτά, οι παραδοσιακές, αποκλειστικά «θερμιδικές προσεγγίσεις» παρουσιάζουν κάποια εγγενή και σχεδόν ανυπέρβλητα όρια: μελετούν στατιστικά τα αποτελέσματα της λήψης τροφής από τον «μέσο» άνθρωπο, συνυπολογίζοντας απλώς σε αυτά και κάποια ατομικά πρότυπα ζωής (π.χ. άθληση, κάπνισμα, κατανάλωση αλκοόλ κ.ά.). Συχνά το αποτέλεσμα είναι μια απρόσωπη και αφαιρετική προσέγγιση του διατροφικού προβλήματος κάθε μεμονωμένου ανθρώπου.
Στην πραγματικότητα, όμως, δεν αντιδρούν όλοι οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο σε μια συγκεκριμένη και αυστηρά τηρούμενη δίαιτα. Γεγονός που υποδεικνύει ότι οι ανθρώπινοι οργανισμοί δεν είναι ποτέ ίδιοι, ούτε καν από βιολογική άποψη.
Και μολονότι, από γενετικής απόψεως, όλοι οι άνθρωποι μοιράζονται το 99,9% των γονιδίων τους, το υπόλοιπο 0,1% των γονιδιακών παραλλαγών είναι, απ’ ό,τι φαίνεται, υπεραρκετό για την εμφάνιση σημαντικών ατομικών διαφορών· ακόμη και όσον αφορά τις εξατομικευμένες αντιδράσεις σε μια συγκεκριμένη δίαιτα.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Πώς διαμορφώνονται τα διατροφικά μας ήθη και πάθη;
Επί πολλά χρόνια η αντιδικία μεταξύ των ειδικών επικεντρωνόταν στο αν τον πρωτεύοντα ρόλο για τις ποικίλες εκδηλώσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς (και της διαιτολογικής, προφανώς) τον παίζουν τα γονίδια ή το περιβάλλον.
Σήμερα, η διένεξη αυτή θεωρείται μάλλον μάταιη και σίγουρα παραπλανητική, αφού για τη σύγχρονη βιολογική σκέψη, και κυρίως για τις βιοϊατρικές πρακτικές που αυτή συνεπάγεται, το ερώτημα αυτό είναι οριστικά ξεπερασμένο: η υγεία ενός ατόμου εξαρτάται από τη στενή αλληλεπίδραση των γονιδιακών του προδιαγραφών με τα διατροφικά του ήθη καθώς και με την ποιότητα των διατροφικών προϊόντων του περιβάλλοντός του.
Πράγματι, οι επιστήμες της διατροφής του 21ου αιώνα δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στα διατροφικά μας ήθη και συνεπώς στον έλεγχο του σωματικού μας βάρους, επειδή θεωρούν ότι αυτή είναι η αποτελεσματικότερη ασπίδα προστασίας απέναντι σε πληθώρα νοσημάτων που μαστίζουν τις καταναλωτικές μας κοινωνίες, από τα καρδιαγγειακά νοσήματα και τον καρκίνο μέχρι την κατάθλιψη.
Δίαιτα ή Γενετική; Ο δυσεπίλυτος κόμβος
Το γνωσιακό κενό των αφηρημένων και στατιστικών προσεγγίσεων του πρόσφατου παρελθόντος ήρθαν να καλύψουν δύο νέες προσεγγίσεις: η διατροφική γονιδιωματική (nutrigenomics) και η διατροφική γενετική (nutrigenetics).
Η πρώτη επιχειρεί να διαφωτίσει τις αμφίδρομες και εξαιρετικά περίπλοκες σχέσεις ανάμεσα στα γονίδια ενός είδους και στη διατροφή του, ενώ η δεύτερη εστιάζει στις εξατομικευμένες αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στη διατροφή και στον γονότυπο ενός συγκεκριμένου οργανισμού.
Μόνο αν γνωρίζουμε επακριβώς πώς επενεργούν συγκεκριμένες τροφές σε έναν συγκεκριμένο οργανισμό μπορούμε να βελτιώσουμε γενετικά και να σχεδιάσουμε τις τροφές που θα έχουν αποκλειστικά ευεργετική επίδραση στην υγεία του. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε για τα ανθρώπινα διατροφικά ήθη μια επανάσταση, ίσως εξίσου σημαντική με την επινόηση της γεωργίας: η δυνατότητα δηλαδή να δημιουργήσουμε στο μέλλον, μέσω της διατροφικής γενετικής, την τροφή που ταιριάζει στον κάθε άνθρωπο ανάλογα με τις ιδιαίτερες γονιδιακές του ανάγκες.
Για την έλευση όμως αυτού του «διαιτολογικού παραδείσου» θα πρέπει μάλλον να περιμένουμε πολύ, δεδομένων των μεγάλων κοινωνικών ανισοτήτων και των οξύτατων διατροφικών προβλημάτων που θα έχει να αντιμετωπίσει η ήδη υπερπληθής ανθρωπότητα.
Ο εγκέφαλος του Γαργαντούα
Γιατί, συνήθως, έχουμε την τάση να τρώμε περισσότερο απ’ όσο χρειαζόμαστε; Και ποιος βιολογικός μηχανισμός καθορίζει πόσο πρέπει να φάμε και πότε πρέπει να σταματήσουμε;
Από καιρό είναι γνωστό στους ειδικούς ότι το σύνθετο παιχνίδι της επιθυμίας και της πρόσληψης τροφής καθορίζεται κυρίως από δύο νευροβιολογικούς μηχανισμούς. Ο πρώτος ελέγχει την ανάγκη μας για τροφή, ενώ ο δεύτερος ρυθμίζει την επιθυμία για τροφή.
Επίσης, από καιρό είναι γνωστό ότι ο ομοιοστατικός μηχανισμός που ρυθμίζει καθημερινά τη δίαιτά μας βρίσκεται στα βάθη του εγκεφάλου και συγκεκριμένα στον υποθάλαμο. Αυτή η εγκεφαλική δομή του διάμεσου εγκεφάλου -βρίσκεται ακριβώς κάτω από τον θάλαμο- ρυθμίζει τις περισσότερες ενδοκρινικές και σπλαχνικές λειτουργίες του οργανισμού. Στον υποθάλαμο φτάνουν τα σήματα που μεταφέρουν πληροφορίες από το πεπτικό σύστημα (μεταβολικές ενδείξεις), και αυτός, αφού αξιολογήσει και συσχετίσει αυτές τις πληροφορίες, αποφασίζει και στέλνει εντολή για το αν πρέπει ή όχι να φάμε, ώστε να διατηρηθεί σταθερό το βάρος του σώματός μας.
Ωστόσο, είναι σαφές ότι στην επιλογή και την κατανάλωση τροφών θα πρέπει να εμπλέκονται και άλλοι «ανώτεροι» μηχανισμοί του εγκεφάλου. Αυτοί επηρεάζουν σημαντικά και τελικά καθορίζουν τις διατροφικές μας συνήθειες. Ενα τέτοιο ανώτερο κέντρο αποφάσεων είναι το λεγόμενο «σύστημα ικανοποίησης και ανταμοιβής της ντοπαμίνης».
Το σύστημα αυτό ενεργοποιείται, για παράδειγμα, όταν νιώθουμε έντονη επιθυμία για ένα γλυκό μόλις έχουμε φάει. Προφανώς, η σφοδρή επιθυμία μας για ένα γλυκό δεν προκύπτει από πείνα αλλά από το σύστημα ανταμοιβής της ντοπαμίνης. Σε πολλές περιπτώσεις, η επιθυμία για ένα συγκεκριμένο είδος τροφής υπερτερεί και κυριαρχεί πάνω στην πιο στοιχειώδη ανάγκη μας για τροφή: αυτό ακριβώς συμβαίνει όταν, ενώ δεν πεινάμε, νιώθουμε την «ανεξήγητη» επιθυμία για μια εύγευστη τροφή.
Η αδυναμία μας να ελέγξουμε, για μεγάλο χρονικό διάστημα, την παρόρμησή μας να τρώμε για λόγους ψυχολογικής ανταμοιβής και όχι για την ικανοποίηση των διατροφικών μας αναγκών έχει συνέπεια την απορρύθμιση του ομοιοστατικού μηχανισμού του υποθαλάμου. Απορρύθμιση που έχει συνέπεια την αύξηση του σωματικού βάρους ή και την παχυσαρκία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον