http://heterophoton.blogspot.gr/2014/04/blog-post_15.html
Φοίνιξ ο Κολοφώνιος: Νίνος και άλλα ποιήματα
Ο Φοίνιξ από την Κολοφώνα της Μ. Ασίας είναι ο συνεχιστής, κατά τον 3o αιώνα π.Χ., της ιωνικής παράδοσης της χωλιαμβικής ποίησης, της οποίας επικεφαλής μπορεί να θεωρηθεί ο Ιππώναξ ο Εφέσιος (6oς αιώνας π.Χ.). Για τη ζωή του δε γνωρίζουμε τίποτε. Από την ποίησή του διασώθηκαν αποσπάσματα από ένα ποίημά του για το Νίνο, μυθικό Ασσύριο βασιλιά, ένα απόσπασμα σε χωλιάμβους από πάπυρο που φυλάσσεται στη Χαϊδελβέργη και ένα ποίημα στο ίδιο μέτρο, το οποίο βασιζόταν σε κάποιο λαϊκό ζητιάνικο τραγούδι που το λέγανε τριγυρνώντας με τη συνοδεία μιας κουρούνας (Κορωνισταί). Γνωρίζουμε τέλος από τον Παυσανία (1.9.7) ότι ο Φοίνιξ συνέθεσε ένα θρήνο για την Κολοφώνα, όταν η τελευταία λεηλατήθηκε από το Λυσίμαχο και οι κάτοικοί της μεταφέρθηκαν στην Έφεσο (287-281 π.Χ.), αυτό όμως το ποίημα δε μας έχει σωθεί: «(ο Λυσίμαχος) συνοίκισε την σημερινή πόλη της Εφέσου μέχρι την ακτή της θάλασσας, συγκεντρώνοντας κάτοικους της Λεβέδου και της Κολοφώνος, ενώ τις πόλεις τους τις κατάστρεψε, ώστε κι ο Φοίνικας, ο ποιητής ιαμβικών στίχων, να θρηνήσει την άλωση της Κολοφώνος».
α.Νίνος
Ο Νίνος ήταν γιος του Βήλου (Baal) ή του Κρόνου, μυθικός βασιλιάς των Ασσυρίων και ιδρυτής της ασσυριακής αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν ο εφευρέτης της στρατιωτικής τέχνης με την οποία κατέκτησε όλη την Ασία, εκτός από την Ινδία. Γυναίκα του ήταν η Σεμίραμις που τον διαδέχτηκε, όταν εκείνος πέθανε.
(Αθήν. 12.530 Ε:) Ο Φοίνιξ, ο Κολοφώνιος ποιητής, μιλώντας για το Νίνο λέει στο πρώτο βιβλίο των Ιάμβων του:
Υπήρχε κάποιος Νίνος, όπως ακούω εγώ,
Ασσύριος, που κατείχε μια θάλασσα χρυσό,
μα κι όλα τα άλλα τα 'χε πολύ περσά, κι απ' της Κασπίας την άμμο πιο πολλά.
Αυτός τ' άστρα δεν τα κοιτούσε, ούτε από αμφιβολία λύση σ' αυτά ζητούσε. [1]
Ούτε στους Μάγους [2] δίπλα έκανε να φουντώνει
με το ραβδί την ιερή φωτιά, καθώς είναι το έθιμο, αγγίζοντας το θεό.[3]
με το ραβδί την ιερή φωτιά, καθώς είναι το έθιμο, αγγίζοντας το θεό.[3]
Ρήτορας δεν ήταν, δεν ήταν δικαστής,
δεν ήταν λαοσυνάκτης, μα ούτε και κριτής.
Ήταν όμως ο πρώτος στο φαγητό, πρώτος στον έρωτα και το πιοτό:
όλα τ' άλλα τα 'στελνε να πάνε στο γκρεμό.
Όταν απέθανε, σ' όλους άφησε ρήση
εκεί που η Νινευή [4] κι ο τύμβος του δε φαίνονται τώρα πια: [5]
«Άκουσε, είτε Ασσύριος, είτε και Μήδος είσαι,
ή Κοραξός, [6] ή και μακρύμαλλος Σινδός [7] από την Άνω Θάλασσα, [8]
αυτά που εγώ κηρύσσω:
Κάποτε, προ πολλού, εγώ ο Νίνος ήμουνα ζωντανή πνοή,
τώρα πια ένα τίποτα, χώμα έχω γενεί.
Κατέχω μόνο όσα τραγούδησα κι όσ' έφαγα
κι όσα ερωτεύτηκα .................................,
τα πλούτη μου οι εχθροί συνάχτηκαν
και μοίρασαν, καθώς ωμό κατσίκι οι Βάκχες.
Κι εγώ στον Άδη έφυγα χωρίς μαζί να πάρω
ούτε χρυσό, ούτ' άλογο, ούτ' άμαξα ασημένια,
μα στάχτη μαύρη είμαι κι εγώ που φόραγα το στέμμα».
β.
Το απόσπασμα που ακολουθεί σατιρίζει την τρυφή του Νίνου, ο οποίος παρουσιάζεται να πολεμά με όπλα το κρασί, την κύλικα και τους κάδους του κρασιού.
(Αθήν. 10.421 D:) Και ο Κολοφώνιος Φοίνιξ λέει:
Μαχαίρι του Νίνου οι κάδοι του κρασιού και το κοντάρι η κύλιξ,
τόξο η κούπα και εχθροί οι κρατήρες,[9]
άλογα το ανόθευτο κρασί κι αλαλαγμός το «χύστε μύρο».
γ.
Το απόσπασμα αυτό υπαινίσσεται την πασίγνωστη από το Διογένη το Λαέρτιο (1.28) ιστορία της φιάλης του Βαθυκλή: κάποιος Βαθυκλής από την Αρκαδία άφησε πεθαίνοντας ένα κύπελλο (φιάλη) με την εντολή να δοθεί στον χρησιμότατο από τους σοφούς (ὀνηίστῳ σοφῶν). Στην αρχή το κύπελλο δόθηκε στο Θαλή, ο οποίος όμως το έδωσε με τη σειρά του σε άλλο σοφό και τελικά, αφού η φιάλη έκανε το γύρο και των επτά σοφών, ξαναγύρισε πάλι στο Θαλή. Αυτός την αφιέρωσε στον Απόλλωνα σημειώνοντας σε επίγραμμα ότι την έλαβε δυο φορές. Ο Αθήναιος διέσωσε το σχετικό με την ιστορία αυτή απόσπασμα του Φοίνικα, προσπαθώντας μόνο και μόνο να αποδείξει ότι η λέξη πελλίς είναι συνώνυμη με τη λέξη φιάλη.
(Αθήν. 11.495 D:) (Τη λέξη πελλίς) ο Φοίνιξ ο Κολοφώνιος τη βάζει στους Ιάμβουςτου αντί για τη λέξη φιάλη, λέγοντας τα εξής:
Γιατί ο Θαλής, που των αστέρων (ήταν γνώστης)[10]......
.....(απ' τους σοφούς) ο ευεργετικότατος
κι απ' τους ανθρώπους της τότε εποχής, καθώς λεν,
μ' απόσταση ο άριστος, χρυσή πελλίδα πήρε.
δ.
(Αθήν., ό.π. στη συνέχεια του κειμένου:) Και σε άλλο μέρος του έργου του λέει:
Γιατί από σπασμένη πελλίδα ξιδόκρασο
στην Ημέρα [11] κάνει σπονδή με δάκτυλους χωλούς, [12]
τρέμοντας όπως η αλεπού απ' το βοριά.
ε.
Το απόσπασμα αυτό προέρχεται από παπυρικό εύρημα του 2ου αιώνα π.Χ. που φυλάσσεται στη Χαϊδελβέργη. Κατά πάσα πιθανότητα αποτελούσε τμήμα μιας ανθολογίας χωλιαμβικής ποίησης που συνέταξε ο ποιητής Κερκίδας. Αυτήν την υπόθεση ενισχύει και η λημματικού τύπου αναφορά που προηγείται του ποιήματος στον πάπυρο: Ἴαμβος Φοίνικος η΄, δηλαδή «όγδοο ιαμβικό ποίημα του Φοίνικα». Ο αυθεντικός τίτλος του ποιήματος δεν αναφέρεται. Το απόσπασμα είναι χρήσιμο από την άποψη ότι μας προσφέρει δυνατότητα χρονολόγησης: ο Ποσείδιππος που προσφωνείται δύο φορές σ' αυτό πρέπει να ταυτιστεί κατά πάσα πιθανότητα με τον αλεξανδρινό επιγραμματοποιό, ο οποίος υπήρξε από το έτος 275 π.Χ. μαθητής του Ζήνωνα και του Κλεάνθη στην Αθήνα.
Σε πολλούς θνητούς, Ποσείδιππε, τ' αγαθά
ωφέλιμα δεν είναι, μα πρέπει ο καθένας τους
τόσα να έχει, όσα στη φρόνησή του αναλογούν.
Μα τώρα άλλοι από μας που λογαριάζονται ευγενείς
ξερνούνε αφειδώς ανοησία μεγάλη,
και άλλοι που ούτε σύκα, καθώς λεν, ούτε αγριόσυκα είναι [13],
πλούτη γεμίζουν. Τον πλούτο όμως πώς πρέπει να τον χρησιμοποιούν,
αυτό ακριβώς πρωτίστως αγνοούν.
Μα σπίτια από μαλαχίτη λίθο, [14]
εάν μπορούνε με κάποιο τρόπο ν' αγοράσουν,
κήπους και τετράστυλες στοές
που αξίζουν τάλαντα πολλά κοιτάνε ν' αποκτήσουν.
Και την τροφή που ανάγκη 'χει η ψυχή τους
ανακατεύουν με τ' ακατέργαστα απόβλητα της απληστίας τους.
Κέρδη αισχρά τους προμηθεύουν πλούτο,
μην τύχει και με τρόπο ορθό να μάθει η ψυχή τους,
με λόγια ωφέλιμα σωφρονισμένη, τα χρήσιμα και τα χρηστά.
με λόγια ωφέλιμα σωφρονισμένη, τα χρήσιμα και τα χρηστά.
Τούτοι οι άνθρωποι, Ποσείδιππε,
δεν έχουν για δικά τους σπίτια ωραία
που κοστίζουνε χρήματα πολλά,
μα οι ίδιοι αξίζουνε μονάχα για τρία χάλκινα νομίσματα;
Δίκαιο το συμπέρασμα, αν σκέφτεται κανείς ορθά...........
.........(γιατί λιθάρια είναι) και για λίθους νοιάζονται.
[1] Υπαινιγμός στην αστρολατρία και αστρολογία των Ασσυρίων ή Χαλδαίων. Η έννοια: ο Νίνος ήταν τόσο ξέγνοιαστος και απροβλημάτιστος που δεν τον ενδιέφερε να λύσει τα προβλήματά του καταφεύγοντας στη βοήθεια των άστρων.
[2] Ιερατική κάστα των Περσών.
[3] Εννοεί τη φωτιά. Η πυρολατρία ήταν διαδεδομένη ιδίως στους Πέρσες. Για την κατανόηση των στίχων πβ. Στράβων, 15.3.15: «(Στην Καππαδοκία) υπάρχουνπυραιθεία (= ναοί του πυρός), κάποιοι αξιόλογοι ναοί. Στη μέση τους υπάρχει βωμός με άφθονη στάχτη, ενώ οι Μάγοι φυλάνε άσβεστη τη φωτιά. Μπαίνοντας στο χώρο κάθε μέρα, ψάλλουν επωδές για μια ώρα σχεδόν μπροστά από τη φωτιά κρατώντας τη δέσμη των ράβδων...».
[4] Στα αρχαία Ελληνικά Νίνος, όπως και το όνομα του μυθικού βασιλιά-ιδρυτή της. Αρχαία πρωτεύουσα των Ασσυρίων, η οποία την εποχή του Φοίνικα ήταν αφανισμένη από αιώνες.
[5] Ο στίχος θεωρείται από πολλούς μελετητές παρεμβολή.
[6] Οι Κοραξοί ήταν λαός στην Κολχίδα του Πόντου.
[7] Στέφ. Βυζ. στο λήμμα Σινδοί: «(κατοικούν) στα νότια της λίμνης Μαιώτιδος. Μερικοί λένε ότι το Σινδικό έθνος είναι τμήμα του έθνους των Μαιωτών». Οι Μαιώτες ήταν σκυθική φυλή στα βόρεια της Αζοφικής θάλασσας.
[8] Εννοεί την Αζοφική θάλασσα ή λίμνη Μαιώτιδα των αρχαίων, το τμήμα του Εύξεινου Πόντου που περικλείεται από την Κριμαία. Στην αρχαιότητα πολλοί, μέχρι την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου, τη θεωρούσαν τμήμα του Βόρειου Ωκεανού.
[9] Οι κρατήρες, τα μεγάλα και πλατύστομα αγγεία όπου ανακάτευαν το κρασί με το νερό, είναι εχθροί του Νίνου, γιατί, καθώς φαίνεται από τον αμέσως επόμενο στίχο, ο ίδιος προτιμούσε το ανόθευτο κρασί (άκρατος οίνος). Οι αρχαίοι θεωρούσαν δείγμα ακολασίας και αδιαντροπιάς το να πίνει κανείς ανέρωτο το κρασί του.
[10] Οι αρχαίοι θεωρούσαν ότι ο Θαλής ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε επιστημονικά με την αστρονομία, ο πρώτος που προέβλεψε εκλείψεις και καθόρισε ηλιοστάσια, ότι ανακάλυψε τη Μικρή Άρκτο κ.ά.
[11] Θεοποιημένη προσωποποίηση της ημέρας, κόρη του Ερέβους και της Νύχτας κατά τον Ησίοδο (Θεογ. 124).
[12] Στο σημείο αυτό υπάρχει υπαινιγμός ποιητικής τεχνικής: χωλοί καλούνταν από τους αρχαίους μετρικούς οι στίχοι σε δακτυλικό εξάμετρο στους οποίους περισσεύει ή λείπει μια συλλαβή ή χρόνος στην αρχή, το εσωτερικό ή το τέλος του στίχου. Από την άλλη χωλίαμβοι (δηλ. ιαμβικά τρίμετρα που έχουν στη θέση του 3ου βραχέος μακρά συλλαβή) είναι το μέτρο που χρησιμοποιεί ο Φοίνιξ για να δώσει μορφή στην περιπαιχτική του ποίηση.
[13] Όλος ο στίχος πρέπει να είναι παροιμιακή φράση που σημαίνει περίπου «κι άλλοι που ούτε είναι καλοί, ούτε κακοί». Τα αγριόσυκα (στο αρχαίο κείμενο ἐρινά) είχαν κακή φήμη, όπως φαίνεται από το απ. 181 Nauck του Σοφοκλή, όπου λέγεται για κάποιον: «εσύ που είσαι ώριμο αγριόσυκο, άχρηστο για φάγωμα, προσπαθείς και άλλους με τα λόγια σου φαύλους να τους κάνεις». To ρήμα ἐξερινάζω είχε την έννοια «κάνω κάποιον φαύλο». Αντίθετα τα ήμερα σύκα θεωρούνταν κάτι ευγενικό και κατ' επέκταση πολυτελές, ώστε η φράση σῦκα σιτεῖν να σημαίνει «ζω τρυφηλά».
[14] Μορφή του άνθρακα με ζωηρό πράσινο χρώμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον