Πώλῳ καθίσας, ὁ λόγῳ τείνας πόλον,
Βροτοὺς ἐκζητεῖ λῦσαι τῆς ἀλογίας.
(ερμηνευτικά σχόλια στο αποστολικό ανάγνωσμα, με κεντρικό θέμα της επιστολής Παύλου τη "ΧΑΡΑ")
Γράφει η Ελένη Δραμπάλα
Ο εορτασμός της Κυριακής των Βαΐων οριοθετεί την αρχή της Μεγάλης Εβδομάδος ή Εβδομάδος των Παθών, σε ανάμνηση της θριαμβευτικής εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, τον οποίο ερχόμενο από τη Βηθανία «επί πῶλον ὄνου» («εὑρών δέ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ’ αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον· μή φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδού ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπί πῶλον ὄνου» Ιωαν. ιβ΄14-15) υποδέχθηκαν οι ιουδαίοι αποδίδοντάς του βασιλικές τιμές με κλάδους φοινίκων (βάϊα ή βάγια), στρώνοντάς τα στο δρόμο απ’ όπου θα περνούσε, ενώ ζητωκραύγαζαν «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ» («ἔλαβον τά βάϊα τῶν φοινίκων καί ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καί ἔκραζον, ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ» Ιωαν. ιβ΄13). Η Είσοδος στα Ιεροσόλυμα ερμηνεύεται ως η είσοδος του Μαρτυρίου στην επίγεια ζωή του Χριστού.
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Φιλιπ. δ’ 4-9)
«4 Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε• πάλιν ἐρῶ, χαίρετε. 5 τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις. ὁ Κύριος ἐγγύς. 6 μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ’ ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν. 7 καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. 8 Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε• 9 ἃ καὶ ἐμάθετε καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε• καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ’ ὑμῶν».
Κεντρικό θέμα της επιστολής του θείου Παύλου είναι η ΧΑΡΑ και αποτελεί το αποκορύφωμα όσων είχε ήδη γράψει ο απόστολος για τη χαρά, την οποία σ’ αυτό το σημείο παρουσιάζει στην πιο χαρακτηριστική και ολοκληρωμένη μορφή της, ως προτροπή των χριστιανών στη συνεχή χαρά, ενάντια στις θλίψεις που αντιμετωπίζουν, διότι αυτή η χαρά είναι ανεξάρτητη από κάθε πράγμα γήινο, είναι χαρά «ἐν Κυρίῳ», δηλ. απορρέει από την πίστη και τη λύτρωση που προσφέρει ο σταυρός και η ανάσταση, ενώ μία τέτοια χαρά δεν είναι παροδική αλλά συνοδεύει τους πιστούς σ’ όλες τις εκδηλώσεις τους.
Μία από τις μορφές και εκφάνσεις της χαράς αυτής είναι η ΕΠΙΕΙΚΕΙΑ σε όλους τους ανθρώπους. Η πασίγνωστη αυτή λέξη στην αρχαία Ελλάδα, δηλώνει αφ’ ενός μεν τη δέουσα συμπεριφορά του ανθρώπου έναντι του άλλου, αφ’ ετέρου δε τη μετριοπάθεια και αγαθότητα στην απόδοση δικαιοσύνης, δηλ. υπερβαίνοντας το Γράμμα του Νόμου, αναδεικνύονται η ηπιότητα και η καλοσύνη προς τους συνανθρώπους, ενώ στην Π.Δ. δηλώνει τη συγκατάβαση του Θεού στους αδύναμους, ευσεβείς και δίκαιους ανθρώπους. Στην επιστολή του αυτή, όμως, ο Παύλος αναφέρεται προς εκείνους που εμφανίζονται ως «ὑπερέχοντες καί σκοποῦντες τά ἑαυτῷ», δημιουργώντας προβλήματα στους υπόλοιπους. Άξιο παρατήρησης είναι ότι ο Παύλος δεν συνιστά εγκλωβισμό στον εαυτό μας, αλλά «άνοιγμα» προς όλους με αγάπη, διότι ο εγκλωβισμός θα σήμαινε φυγή από την πραγματικότητα, ενώ η επιείκεια αντιμετώπιση της κατάστασης και υπέρβασή της. Επομένως, η επιείκεια εδώ δεν νοείται ως αδυναμία ή συναισθηματισμός του πιστού, αλλά ως εσχατολογική βεβαιότητα και αντίδοση της επιείκειας του Θεού στους ανθρώπους.
Σύμφωνα με τη θεολογία του Παύλου, η ΕΙΡΗΝΗ αποτελεί μεν λύτρωση και καταλλαγή με το Θεό και τους συνανθρώπους, αφορά δε και τον ίδιο τον εαυτό μας, ενώ η ΛΥΤΡΩΣΗ αποτελεί κατάσταση, η οποία διαφαίνεται στον τρόπο ενέργειας του λυτρωμένου ανθρώπου. Τα «ἀληθῆ» δηλώνουν όσα είναι σύμφωνα με την ΑΛΗΘΕΙΑ του ευαγγελίου, δηλ. την αλήθεια ως ρυθμιστή των σωστών ανθρωπίνων σχέσεων. Τα «σεμνά», που στον αρχαίο ελληνικό κόσμο χρησιμοποιείτο το επίθετο για τους θεούς και τα ιερά τους αρχικά και κατόπιν για τον άνθρωπο ο οποίος φέρεται και ζει σαν να ήταν όλος ο κόσμος ναός του Θεού, στην Κ.Δ. δηλώνει αυτόν που έχει άγια ζωή και συμφωνεί με το θέλημα του Θεού.
Ο ΔΙΚΑΙΟΣ στην αρχαία Ελλάδα έχει την έννοια αυτού που τηρεί τους νόμους, του σωστού σε όλα τα καθήκοντα προς θεούς και ανθρώπους, ενώ στην Κ.Δ. το «δίκαιο» σχετίζεται με τη δικαιοσύνη του Θεού και την Αποκάλυψη, δηλ. «δίκαια» είναι τα ανταποκρινόμενα στο λυτρωτικό για τους ανθρώπους θέλημα του Θεού και απορρέουν από την πίστη. Τα «ἁγνά, προσφιλῆ, εὔφημα» δηλώνουν την καθαρότητα της ψυχής, τα ευάρεστα στο Θεό και είναι άξια «ἐπαίνου» και επιδοκιμασίας.
Η ΑΡΕΤΗ δεν αναφέρεται σε άλλες επιστολές του Παύλου, όμως στον ελληνικό κόσμο έχει μεγάλη προϊστορία και δηλώνει την ειδική ποιότητα ενός προσώπου ή πράγματος, δηλ. μπορεί να αναφέρεται σε πράγματα, ζώα, ανθρώπους και θεούς. Σύμφωνα με τον Σωκράτη, η αρετή δεν είναι η εξωτερικά ορατή ποιότητα αλλά η ατομική προσπάθεια του ανθρώπου για το αγαθό, υπό την έννοια δε αυτή διδάσκεται, δηλ. όποιος γνωρίζει το αγαθό μπορεί και να το εφαρμόζει.
Ο Πλάτων ομιλεί για τέσσερες κλασικές αρετές, τη σοφία, ανδρεία, σωφροσύνη και δικαιοσύνη, ενώ ο Αριστοτέλης την ορίζει οντολογικά ως μεσότητα μεταξύ δύο άκρων, την θεωρεί έξη και την διακρίνει μεταξύ πρακτικών (ηθικών) και θεωρητικών (διανοητικών).
Οι Στωϊκοί θεωρούν ότι η αρετή συμφωνεί με την ανθρώπινη φύση («κατά φύσιν ζῆν» = «κατ’ ἀρετήν ζῆν»), ενώ πιστεύουν ότι αυτή οδηγεί στην ευδαιμονία.
Στην εβραϊκή γλώσσα δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος του ελληνικού «αρετή» κι έτσι οι Ο΄ απέδωσαν τον όρο ως δόξα του Θεού ή ιδιότητες του Θεού. Στα χειρόγραφα του Qumran, οι χαρακτηριστικές αρετές των Υιών του Φωτός είναι η καθαρότητα, η φρόνηση, η αγάπη, η ταπείνωση, η πιστότητα στο Νόμο.
Στην Κ.Δ. η λέξη «αρετή» χρησιμοποιείται ελάχιστα, διότι δεν παρουσιάζει ομοιότητα προς τις αντιλήψεις του αρχαίου κόσμου, αφού: το πλατωνικό σχήμα είναι τελείως ξένο και τη θέση του παίρνει η ΑΓΑΠΗ και η ΠΙΣΤΗ, εντάσσοντας πάνω σ’ αυτές τις επιμέρους αρετές.
Η αριστοτελική διάκριση είναι μεν άγνωστη, δέχεται όμως τον ενιαίο χαρακτήρα της πράξης του ανθρώπου και οι αρετές παρουσιάζονται ως καρποί του Πνεύματος, εκδηλώσεις και γνωρίσματα του ανακαινισμένου ανθρώπου της «καινῆς κτίσεως».
Ενδεχομένως, ο λόγος που ο Παύλος δεν χρησιμοποιεί συχνά τον όρο «αρετή» ο οποίος όμως βρίσκεται στο ελληνιστικό περιβάλλον του αποστόλου, είναι ότι ο όρος αυτός είναι πολύ ανθρωποκεντρικός, προβάλλοντας τα ανθρώπινα κατορθώματα, ενώ ο Παύλος υπογραμμίζει τη λυτρωτική χάρη του Θεού που ανακαινίζει τον άνθρωπο, δηλ. το έργο ή κατόρθωμα είναι καρπός του Πνεύματος.
Οι όροι αυτοί σε σχέση με τη «φυσική ἠθική» του περιβάλλοντος ελληνιστικού κόσμου προέρχονται από τη στωική ηθική ορολογία του περιβάλλοντος, γι’ αυτό το λόγο πολλοί ερμηνευτές υποστηρίζουν ότι ο Παύλος δέχεται εδώ τη «φυσική ἠθική» του γύρω κόσμου προτρέποντας τους χριστιανούς να ενστερνισθούν ό,τι αληθινό, σωστό, δίκαιο κ.λπ., ότι θετικό από πλευράς ηθικής διδάσκει ο ελληνικός κόσμος, ως κανόνες ρύθμισης του κοινωνικού και ατομικού βίου, πάνω στους οποίους στηρίζεται ο φυσικός ανθρώπινος πολιτισμός. Όμως, ο Παύλος δίνει ένα νέο περιεχόμενο από τη νέα εμπειρία της ἐν Χριστῷ λυτρώσεως, αφού η διδασκαλία μιάς φυσικής ηθικής ανεξάρτητης από τον Θεό είναι τελείως άγνωστη στον απόστολο, διότι αυτή η φυσική ηθική είναι ανεπαρκής από μόνη της αν δεν τοποθετηθεί μέσα στα πλαίσια της υπερφυσικής αποκαλύψεως του Θεού διά του Ιησού Χριστού.
Το βασικό στοιχείο του Χριστιανισμού δεν είναι οι αρετές αλλά η «καινή κτίσις», η αναγέννηση του ανθρώπου, αφού ο καινούριος άνθρωπος είναι ολόκληρος μιά καινούρια ύπαρξη, βιώνοντας την αγιοπνευματική ζωή μέσα από τις εκδηλώσεις και τις πράξεις του.
Αλλά και αν ακόμη η ορολογία αυτή θυμίζει στωική φιλοσοφία ή φυσική ηθική, το περιεχόμενο του Παύλου αντλείται από την εσχατολογική ελπίδα, τη χαρά και την ειρήνη («ὁ κύριος ἐγγύς»), οπότε είναι αδύνατον ο απόστολος να τελειώνει τις προτροπές με αναφορά στη στωική ηθική. Έτσι, η χριστιανοί καλούνται να διατηρήσουν όχι μόνο θεωρητικά αλλά και έμπρακτα την «εἰρήνη τοῦ Θεοῦ» ως «ὑπερέχουσα πάντα νοῦν».
Επομένως, ο Παύλος θέλει να πει ότι οποιαδήποτε Pax Romana προσπαθήσουν να επιβάλλουν οι αυτοκράτορες με ενδοκοσμικά μέσα, δεν μπορεί να επιλύσει τα προβλήματα των ανθρώπων, είτε ως ατόμων είτε ως κοινοτήτων. Η μοναδική ΕΙΡΗΝΗ που μπορεί να δώσει λύση στα προβλήματα και λύτρωση είναι η «εἰρήνη τοῦ Θεοῦ», που η ουσία της δεν διαφέρει από το «ὁ Θεός τῆς εἰρήνης» του τελευταίου στίχου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Ιωάννου Δ. Καραβιδόπουλου, Ερμηνεία Καινής Διαθήκης: Αποστόλου Παύλου Επιστολές προς Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς,Φιλήμονα, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2008, σ.σ. 365-379.
___________________________________________________
Ἀπολυτίκιον
Τὴν κοινὴν Ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον Χριστὲ ὁ Θεός· ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν· Ὠσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Συνταφέντες σοι διὰ τοῦ Βαπτίσματος, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, τῆς ἀθανάτου ζωῆς ἠξιώθημεν τῇ Ἀναστάσει σου, καὶ ἀνυμνοῦντες κράζομεν· Ὠσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Κοντάκιον
Τῷ θρόνῳ ἐν οὐρανῷ, τῷ πώλῳ ἐπὶ τῆς γῆς, ἐποχούμενος, Χριστὲ ὁ Θεός, τῶν Ἀγγέλων τὴν αἴνεσιν, καὶ τῶν παίδων ἀνύμνησιν, προσεδέξω βοώντων σοι· Εὐλογημένος εἶ ὁ ἐρχόμενος, τὸν Ἀδὰμ ἀνακαλέσασθαι.
Ὁ Οἶκος
Ἐπειδὴ ᾍδην ἔδησας ἀθάνατε, καὶ θάνατον ἐνέκρωσας, καὶ Κόσμον ἀνέστησας, βαΐοις τὰ νήπια ἀνευφήμουν σε Χριστέ, ὡς νικητὴν κραυγάζοντά σοι σήμερον. Ὡσαννὰ τῷ Υἱῷ Δαυΐδ· οὐκέτι γάρ φησι, σφαγήσονται βρέφη διὰ τὸ βρέφος Μαριάμ, ἀλλ' ὑπὲρ πάντων νηπίων καὶ πρεσβυτῶν, μόνος σταυροῦσαι, οὐκέτι καθ' ἡμῶν χωρήσει τὸ ξίφος· ἡ σὴ γὰρ πλευρὰ νυγήσεται λόγχῃ· ὅθεν ἀγαλλόμενοι φαμέν· Εὐλογημένος εἶ ὁ ἐρχόμενος, τὸν Ἀδὰμ ἀνακαλέσασθαι.
Μεγαλυνάριον
Ἐπὶ πώλου ὄνου εἰς τὴν Σιών, εἰσῆλθες Σωτήρ μου, ὑπὸ παίδων καὶ τῶν βρεφῶν, αἰνούμενος Λόγε, τὸ Ὠσαννὰ βοώντων, εὐλογητὸς ὁ ἥκων, σῶσαι τὸν ἄνθρωπον.
Ελένη Δραμπάλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον