Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Φαγιούμ: ένα από τα πρότυπα της απαρχής των εικόνων


Γράφει η Ελένη Δραμπάλα

Η δημιουργία του βυζαντινού πολιτισμού ήταν αποτέλεσμα συνδυασμού διαφορετικών στοιχείων, τα οποία προήλθαν από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, την χριστιανική θρησκεία, αλλά και τις πολιτιστικές παραδόσεις της Ανατολής. Αυτός ο πολιτισμός θεωρείται ως η ιστορική αφετηρία του νεότερου ελληνισμού και όχι η Αρχαιότητα, αφού κατά την βυζαντινή εποχή ο ελλαδικός χώρος δεν ήταν παρά μία επαρχία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επιπλέον, η Κωνσταντινούπολη, εν μέρει η Θεσσαλονίκη, αλλά και ο μικρασιατικός κόσμος έπαιξαν τον πρώτο ρόλο προκειμένου να διαμορφωθούν οι κοινωνικές δομές, αλλά και οι πολιτικοί και πολιτιστικοί θεσμοί.

Η απαρχή των εικόνων
Μωσαϊκό δαπέδου από την Ιερουσαλήμ του 6ου αι., που απεικονίζει Ορφέα - Χριστό.
(Κωνσταντινούπολη, Αρχαιολογικό Μουσείο)
(Ναυσικά Πανσελήνου, "Βυζαντινή Ζωγραφική, η βυζαντινή
κοινωνία και οι εικόνες της"
, Αθήνα 2000)
Κατά την βυζαντινή εποχή η καλλιτεχνική έκφραση έφθασε στο αποκορύφωμά της και μέσω του ψηφιδωτού. Η απαρχή, όμως, των εικόνων ανευρίσκεται στη ρωμαϊκή εποχή, όπου, αρχικά, κύρια πρότυπα αποτελούν προσωπογραφίες θεοποιημένων Ρωμαίων αυτοκρατόρων, αλλά και μελών της οικογένειάς τους. Λόγω λατρείας, τις αναρτούσαν σε ναούς και δημόσιους χώρους, προσδίδοντάς τους επίσημο τελετουργικό, αλλά και εξειδανικεύοντας τις μορφές. 

αιγυπτιακό isis θεών
Η αιγυπτιακή θεότητα Ίσις
Πρότυπα, επίσης, μπορούν να χαρακτηρισθούν και οι ειδωλολατρικές θεότητες, οι οποίες παριστάνονταν πάνω σε ξύλινους πίνακες, όπως η Ίσιδα, θεά της αιγυπτιακής μυθολογίας. Κατά τους αρχαίους χρόνους, το ιερατείο την προσέφερε ως σύζυγο στον θεό γειτονικής πόλης, τον Όσιρι, οι οποίοι, μαζί με τον γυιό τους Ώρο σχημάτισαν την Οσιρική Τριάδα. Ο δε Πλούταρχος ερμήνευε το όνομά της ως γνώσις, ενώ από τον ίδιο επίσης παραδίδεται ότι δίδαξε στους ανθρώπους τον τρόπο θεραπείας ασθενειών και τους οικογενειακούς θεσμούς, με πρώτο τον θεσμό του γάμου. 

Ο Αμμώνιος με χρυσό κύλικα και λουλούδια.
Πορτρέτο Φαγιούμ, εγκαυστική σε λινό
(193-235 μ.Χ. Παρίσι, Λούβρο)
(Ναυσικά Πανσελήνου, "Βυζαντινή
Ζωγραφική, η βυζαντινή κοινωνία και
οι εικόνες της"
,
Αθήνα 2000)
Τέλος, ένα από τα σημαντικά πρότυπα απαρχής των εικόνων είναι οι νεκρικές προσωπογραφίες της Αιγύπτου, γνωστότερες ως "πορτρέτα του Φαγιούμ". Η αρχαιολογία και η ιστορία της τέχνης χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο συμβατικά, επειδή τα έργα αυτά ανακαλύφθηκαν σε νεκροταφεία της Όασης του Φαγιούμ, νοτιοδυτικά του Δέλτα του Νείλου ποταμού. Κατά τους τρεις πρώτους χριστιανικούς αιώνες, σε διάφορες περιοχές της ρωμαϊκής Αιγύπτου, ταρίχευαν τους νεκρούς, όπως ήταν η συνήθειά τους, και πάνω στη μούμια τους τοποθετούσαν προσωπογραφίες, οι οποίες ζωγραφίζονταν ή σε ξύλο ή στο πανί του σάβανου.
 
Πάνω από χίλιες προσωπογραφίες βρέθηκαν σε καλή κατάσταση, λόγω της ιδιότητας του στεγνού της αιγυπτιακής άμμου, ενώ σ' άλλες χώρες της Μεσογείου καταστράφηκαν σχεδόν όλες, λόγω της υγρασίας του εδάφους. 

Οι προσωπογραφίες Φαγιούμ διακρίνονται για τον έντονο ρεαλισμό τους, σε συνδυασμό με μία σπάνια ψυχική ένταση και πνευματικότητα των εικονιζομένων μορφών, η οποία επικεντρώνεται στα μάτια "τον καθρέφτη της ψυχής", κατά την επικράτηση των νεοπλατωνικών αντιλήψεων της εποχής. Όσον αφορά στη μετωπικότητα και στην προβολή των προσώπων τριών τετάρτων, εισήγαγαν τις μορφές αυτές Έλληνες ζωγράφοι στην Αίγυπτο, όπου εκεί κυριαρχούσαν απεικονίσεις σε προφίλ. Δυστυχώς, όμως, οι καλλιτέχνες αυτοί παραμένουν άγνωστοι, διότι τα έργα τους είναι ανυπόγραφα. Από στοιχεία έρευνας, μαθαίνουμε ότι ανήκαν στο ελληνικό στοιχείο και ήταν εγκατεστημένοι στην Αίγυπτο από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 

Φιλολογικές πηγές τεκμηριώνουν ότι η χρήση της εικόνας αρχίζει από τον 4ο αιώνα, ενώ δεν τοποθετούνταν σε εκκλησίες, αλλά σε τάφους, όπως και τα νεκρικά πορτρέτα Φαγιούμ. Αυτό γινόταν προκειμένου να θυμίζουν στους μεταγενέστερους τα χαρακτηριστικά των αγίων ή μαρτύρων. Μετά τον 6ο αιώνα, πάντα σύμφωνα με τις πηγές, οι εικόνες έγιναν αντικείμενο λατρείας μέσα στις εκκλησίες, στις κατοικίες, χώρους εργασίας κ.λπ. 

Τον 8ο αι. μ.Χ., η λατρεία των εικόνων υποστηρίχθηκε από τους Ιωάννη Δαμασκηνό και Θεόδωρο Στουδίτη, αντλώντας επιχειρήματα από την νεοπλατωνική φιλοσοφία, ενώ υποστηρικτές υπήρξαν οι πρώτοι Πατέρες της Εκκλησίας, Μέγας Βασίλειος, άγιος Αθανάσιος και άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Μάλιστα, μέσα από τα κείμενά τους τόνισαν ότι ο σεβασμός των πιστών δεν απευθύνεται στα φθαρτά υλικά της εικόνας (ξύλο, χρώματα), επανερχόμενοι στην πλατωνίζουσα φράση του Μεγάλου Βασιλείου "ἡ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει". Κατ' αυτόν τον τρόπο, η εικόνα πλέον γίνεται η γέφυρα ανάμεσα στον άνθρωπο και στο θείο.
_____________________________________________
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Ο όρος "Φαγιούμ" (αραβ. الفيوم, Fayum, Al Fayyum)
Ονομάστηκαν οι προσωπογραφίες, οι οποίες φιλοτεχνήθηκαν από τον 1ο έως τον 3ο αιώνα, σύμφωνα με την ύστερη ελληνιστική παράδοση της Αλεξανδρινής Σχολής. Αρχικά, ανακαλύφθηκαν και αναφέρθηκαν από τον ιταλό περιηγητή Πιέτρο ντελα Βάλλε το έτος 1615 (Pietro Della Valle) και προορίζονταν για ταφική χρήση.

Έλαβαν την ονομασία τους από την πόλη της Αιγύπτου και την όαση που βρίσκεται κοντά στην πόλη, η οποία απέχει 130 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πρωτεύουσας του Καΐρου, αποτελεί δε τμήμα της αρχαίας Κροκοδειλόποληςονομαζόμενης και Αρσινόης (το όνομα της πόλης προέρχεται από το αιγυπτιακό pA y-m, που σημαίνει λίμνη ή θάλασσα), ενώ υπήρξε ένα από τα κορυφαία θρησκευτικά κέντρα της αρχαίας Αιγύπτου, όπου λατρευόταν ο θεός Σομπέκ

Ο κροκόδειλος θεός Σομπέκ υπήρξε γυιός της αρχαίας θεάς της σοφίας Νηίθ και ήταν περισσότερο δημοφιλής στη νεκρόπολη της Αρσινόης, απ' όπου πήρε και τον τίτλο του "Κύριος του Φαγιούμ". Θεωρείτο θεός της γονιμότητας,  είτε αυτή αφορούσε τη δύναμη της ανθρώπινης αναπαραγωγής είτε τα γεννήματα της γης. Μάλιστα, κατά την εποχή του Μέσου Βασιλείου υπήρξε ο θεός προστάτης των Φαραώ, οπότε όταν οι Φαραώ της 12ης δυναστείας έκτιζαν στο Φαγιούμ, ευνοήθηκε η λατρεία του, ενώ την πρακτική αυτή συνέχισε και η 13η δυναστεία και πολλοί ελάμβαναν τον τίτλο Σομπέκ χοτέπ, που σημαίνει ο Σομπέκ είναι ελεήμων ή, διαφορετικά, πρόσθεταν το όνομά του στο δικό τους όπως η Σομπέκ νεφέρου ή Νεφρουσομπέκ.

Η αιγυπτιακή Βίβλος των Νεκρών αφήνει να εννοηθεί ότι η εγγύτητα του Σομπέκ προς τον Ώρο είναι δυνατόν να ανιχνευθεί στη συμμετοχή του θεού στη γέννηση του Ώρου, καθώς ήταν εκείνος που κάλεσε την Ίσιδα και την Νέφθυ να βοηθήσουν στην προστασία του νεκρού. Ήταν ο θεός που αναδυόταν από τα Σκοτεινά Ύδατα και σε ορισμένες σέκτες θεωρείτο ο δημιουργός του κόσμου. Κέντρο της λατρείας του κατά την αρχαιότητα ήταν ο μοναδικός στο είδος του δίδυμος ναός του Κομ Όμπο, περίπου 45 χλμ Βόρεια του Ασσουάν, χωρισμένος σε δύο όμοια ιερά αφιερωμένα στον Σομπέκ και τον πολεμικό θεό Οράς. Η ιερή λίμνη του ναού του Σομπέκ στο Φαγιούμ φαίνεται πως ήταν η κατοικία μεγάλου αριθμού κροκοδείλων. Ο Στράβων αναφέρει ότι έφεραν κοσμήματα και τρέφονταν από τους ιερείς του ναού. Μετά τον θάνατό τους μομμιοποιούνταν και θάβονταν προς τιμήν του Σομπέκ.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ και ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ 
Ναυσικά Πανσελήνου, "Βυζαντινή Ζωγραφική, η βυζαντινή κοινωνία και οι εικόνες της", Αθήνα 2000. 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΗΜΕΙΩΣΕΩΝ
http://el.wikipedia.org/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον