Γράφει η Ελένη Δραμπάλα
ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΟΥ
ΑΡΕΙΑΝΙΣΜΟΥ: Ο πατέρας της αίρεσης Άρειος και η Θεολογία του
"Η φιλοξενεία του Αβραάμ", συμβολική απεικόνιση της Αγίας Τριάδος |
Προέλευση και σημασία
του όρου
Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος |
Με τον όρο «Αρειανισμός», εννοούμε την κίνηση που
άρχισε με τον Άρειο μεν, στη συνέχεια δε πέρασε από διάφορα στάδια, κατά τα
οποία την ενστερνίσθηκαν πρόσωπα προερχόμενα από διαφορετικό θεολογικό
περιβάλλον. Οι όροι «Αρειανισμός» και «Αρειανίζοντες», που
χρησιμοποιήθηκαν αρχικά από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο[1],
αφορούν ένα πολυσύνθετο και πολύπλευρο πρόβλημα[2], το
οποίο έγινε η αιτία για μεγάλες θεολογικές συζητήσεις και συγκρούσεις, το εύρος
των οποίων συγκλόνησε την Εκκλησία. Πρωτίστως, οφειλόταν στη νόθευση της
εκκλησιαστικής διδασκαλίας, όμως σε πολύ μεγάλο βαθμό η αιτία προερχόταν από
τις πρωτοποριακές μεθόδους των Αρειανών προς διάδοση των ιδεών τους[3] της
εποχής εκείνης. Επίσης, εκτός των θεολογικών δοκιμίων και κηρυγμάτων, με
αδίστακτο τρόπο εκμεταλλεύονταν την πολιτική εξουσία προς ίδιον όφελος και
παράλληλα καθιέρωσαν την διάδοση της διδασκαλίας τους με μελωδίες[4].
Η προσωπικότητα του
Αρείου
Ο πατέρας της αίρεσης Άρειος, που το όνομά του έμεινε στην
ιστορία, είχε αμφισβητήσει το θεμελιώδες δόγμα της θεότητας του Υιού και Λόγου
του Θεού. Τα ιστορικά στοιχεία δεν είναι αρκετά για να προσδιοριστεί με
ακρίβεια το έτος γέννησης του Αρείου· άλλοι τον τοποθετούν στη δεκαετία μεταξύ
250 και 260 μ.Χ., άλλοι το 270[5], όμως
το σίγουρο είναι ότι από την εποχή της σχέσης του με τον σχισματικό επίσκοπο
Λυκοπόλεως Μελίτιο μέχρι την καταδίκη του από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της
Νικαίας (325), εκδηλώθηκε στην Αλεξάνδρεια κατά την περίοδο της πατριαρχίας των
Πατριαρχών Πέτρου Αλεξανδρείας (300-311), Αχιλλά (312-313) και Αλεξάνδρου
Αλεξανδρείας (313-328). Ο Άρειος, εγκαταλείποντας τον σχισματικό Μελίτιο
Λυκοπόλεως και ζητώντας συγγνώμη από την Εκκλησία που τον δέχθηκε,
χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Η παιδεία του καλυπτόταν από ένα πέπλο μυστηρίου, αν και ο
Άρειος είχε ευρεία κατάρτιση και σχετικη γνώση της ελληνικής φιλοσοφίας, ενώ
λόγω του ότι ήταν ισχυρή προσωπικότητα υποστήριζε τις απόψεις του με τον
οποιονδήποτε τρόπο. Υπήρξε δεινός ιεροκήρυκας, λόγω της ιδιόμορφης ερμηνευτικής
του στην Αγία Γραφή, που συνοδευόταν από αυστηρότατη λογική και δογματική
ανάλυση, ενώ η θεολογία του και ο δυναμικός του λόγος τον κατέστησαν δημοφιλή
όχι μόνον στον λαό της Αλεξανδρείας αλλά και εκτός αυτής. Ουδείς αμφισβήτησε
την επιμελημένη παιδεία του Αρείου, ενώ ο Επιφάνιος Σαλαμίνος, μας παραδίδει
ότι ο Άρειος ήτο «Λίβυς τῷ γένει» και
έγινε πρεσβύτερος στην Αλεξάνδρεια, όπου και σπούδασε ελληνική φιλοσοφία και
χριστιανική διδασκαλία[6]. Πάντως, σκιαγραφώντας την παιδεία του Αρείου,
ένα απόσπασμα από την επιστολή που έστειλε ο Άρειος στον φίλο του και
υποστηρικτή του Ευσέβιο Νικομηδείας, παρουσιάζει ενδιαφέρον:
«Ἐρρῶσθαί σε ἐν Κυρίῳ εὔχομαι
μεμνημένον τῶν θλίψεων ἡμῶν.
Από τη φράση αυτή γίνεται αντιληπτό ότι ο Άρειος μετά το
πέρας των σπουδών του στην Αλεξάνδρεια, είχε την επιθυμία συμπλήρωσης της
μόρφωσής του με σπουδές στο άλλο μεγάλο κέντρο της εποχής εκείνης, την
Αντιόχεια, όπως ακριβώς έπρατταν οι μεγάλες προσωπικότητες της εποχής εκείνης,
π.χ. ο Μ.Βασίλειος και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, μετά το πέρας των σπουδών
τους στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, σπούδασαν στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών.
Σύμφωνα, πάντως, με τον ιστορικό Σωκράτη, ο Άρειος ήταν πρόσωπο το οποίο δεν
αγνοούσε την διαλεκτική τέχνη, ενώ ο Σωζομενός προσθέτει ότι με τις σπουδές του
έγινε άριστος διαλεκτικός.
Όμως, ο Άρειος συγκρούστηκε ανοικτά πλέον με τον Αλέξανδρο
Αλεξανδρείας, λόγω διάστασης απόψεως των δύο ανδρών στην ερμηνεία του χωρίου
των Παροιμιών 8:22 («Κύριος ἔκτισέ με
ἀρχήν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ»), το οποίο αναφέρεται στον Υιό του Θεού
και σύμφωνα με την ερμηνεία του ο Άρειος κατέγραψε με εμμονή τις αιρετικές του
απόψεις, με αποτέλεσμα να διαγραφεί από τους ιερατικούς καταλόγους και
εγκαταλείποντας την Αλεξάνδρεια κατέφυγε στην Παλαιστίνη, κοντά στον Ευσέβιο
Καισαρείας. Ο Θεοδώρητος Κύρου χαρακτηρίζει όλη αυτή την κατάσταση «κατά τῆς
ἀληθείας πόλεμον», διότι «τῆς βλασφημίας ἐν ταῖς κατά τήν Αἴγυπτον καί τήν Ἑῷαν
Ἐκκλησίαις διασπαρείσης, ἔριδες ἐν ἑκάστῃ πόλει καί κώμῃ, καί μάχαι περί τῶν
θείων δογμάτων ἐγίνοντο»[8].
Τα συγγράμματά του
Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας |
Ο Άρειος συνέγραψε αρκετά θεολογικά συγγράμματα περιέχοντα
το μέγεθος του ατοπήματός του, την άρνηση της θεότητας του Χριστού, το
σπουδαιότερο των οποίων είναι η «Θαλία, Συμπόσιο». Οι στίχοι του
έργου αυτού ψάλλονταν από τους ομόφρονές του, σύμφωνα με τον Μ.Αθανάσιο, ενώ
παράλληλα με τους στίχους περιείχε πιθανότατα και αποσπάσματα σε πεζό λόγο.
Δυστυχώς, όμως, το έργο δεν έχει διασωθεί ολόκληρο και μάλλον αυτό οφείλεται
στην καταστροφή των συγγραμμάτων του Αρείου λόγω αυτοκρατορικών μέτρων. Ο
Μ.Αθανάσιος έχει διασώσει την αρχή της Θαλίας, χαρακτηρίζοντάς την ως «κουφολογίαν ἦθος ἔχουσα καί μέλος θηλυκόν».
Ο συγγραφέας αναφέρεται, με ύφος επαινετικό αλλά και αυτοπεποίθηση, ότι
διδάχθηκε από σοφούς, θεοδίδακτους και με πνεύμα Θεού άνδρες, πιστεύει δε ότι η
διδασκαλία του είναι ορθή και ότι όλα τα πάθη του βίου του είναι δοκιμασίες για
τη δόξα του Θεού. Παραθέτουμε τους επτά στίχους:
(1) Κατά πίστιν ἐκλεκτῶν Θεοῦ,
συνετῶν
Θεοῦ, παίδων
(2) ἁγίων, ὀρθοτόμων
Ἅγιον
Θεοῦ Πνεῦμα λαβόντων
(3) τάδε ἔμαθον ἔγω γε
ὑπό
τῶν σοφίας μετεχόντων
(4) ἀστείων, θεοδιδάκτων,
κατά
πάντα σοφῶν τε.
(5) Τούτων κατ’ ἴχνος ἦλθον ἐγώ
βαίνων
ὁμοδόξως ὁ περικλυτός,
(6) ὁ πολλά παθών
διά
τήν Θεοῦ δόξαν,
(7) ὑπό τοῦ Θεοῦ Μαθών σοφίαν
Αυτό που μόλις παραθέσαμε, ήταν ένα εισαγωγικό απόσπασμα
από τη Θαλία, υπάρχουν όμως και άλλα που έχουν σωθεί από τον Μ.Αθανάσιο και
παραθέτουμε το παρακάτω κείμενο που συνιστά αυτοτελές τεμάχιο της Θαλίας, αλλά
και περιγράφει την ποιότητα της Χριστολογίας του Αρείου και τις θεολογικές του
θέσεις:
«Οὐκ ἀεί ὁ Θεός Πατήρ
ἦν· ἀλλ’ ἦν ὅτε ὁ Θεός μόνος ἦν, καί οὔπω Πατήρ ἦν, ὕστερον δέ ἐπιγέγονε Πατήρ.
Οὐκ ἀεί ἦν ὁ Υἱός πάντων γάρ γενομένων ἐξ οὐκ ὄντων, καί πάντων ὄντων κτισμάτων
καί ποιημάτων γενομένων, καί αὐτός ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐξ οὐκ ὄντων γέγονε καί ἦν
ποτε, ὅτε οὐκ ἦν· καί οὐκ ἦν πρίν γένηται, ἀλλ’ ἀρχήν τοῦ κτίζεσθαι καί αὐτός.
Ἦν γάρ, φησί, μόνος ὁ Θεός, καί οὔπω ἦν ὁ Λόγος καί ἡ σοφία. Εἶτα θελήσας ἡμᾶς
δημιουργῆσαι, τότε δέ πεποίηκεν ἕνα τινά, καί ὠνόμασεν αὐτόν Λόγον καί Σοφίαν
καί Υἱόν, ἵνα ἡμᾶς δι’ αὐτοῦ δημιουργήσῃ. Δύο γοῦν σοφίας φησίν εἶναι, μίαν μέν
τήν ἰδίαν καί συνυπάρχουσαν τῷ Θεῷ· τόν δέ Υἱόν ἐν ταύτῃ τῇ σοφίᾳ γεγενῆσθαι,
καί ταύτης μετέχοντα ὠνομάσθαι μόνον Σοφίαν καί Λόγον. Ἡ Σοφία γάρ, φησί, τῇ
σοφίᾳ ὑπῆρξε σοφοῦ Θεοῦ θελήσει. Οὕτω καί Λόγον ἕτερον εἶναι λέγει παρά τόν
Υἱόν ἐν τῷ Θεῷ, καί τούτου μετέχοντα τόν Υἱόν ὠνομάσθαι πάλιν κατά χάριν Λόγον
καί Υἱόν αὐτόν»[10].
Από τα αποσπάσματα αυτά της Θαλίας, είναι ολοφάνερο ότι ο
Άρειος θεωρεί τον Υιό ως «ἐξ οὐκ ὄντων» καί «ὕστερον» του Πατρός, αλλά και υπό
του Πατρός επιγενόμενον, δηλ. θεωρεί τον Υιό κτίσμα και ποίημα του Πατέρα.
Επίσης, θεωρεί ότι ο Υιός δεν είναι άναρχος όπως ο Πατέρας, αλλά έχει χρονική
αρχή, είναι δηλαδή ένα δημιούργημα εν χρόνω του κτιστού κόσμου, δηλ. ο Υιός
είναι κτιστός. Ο Άρειος στα σημεία αυτά, προσπαθούσε να «διασώσει» την
υπερβατικότητα του Θεού και τοποθέτησε τον Υιό ως κτίσμα του Πατέρα. Σύμφωνα,
λοιπόν, με τη Θαλία και τα δεδομένα της, ο Άρειος θεωρούσε ότι ο Πατήρ είναι
για τον Υιό απόλυτα άρρητος κι ότι ο Υιός δεν έχει τη δυνατότητα να συλλάβει τη
δική του ουσία, αλλά επίσης και ότι ο Υιός δεν μπορεί να έχει αντίληψη ή
κατάληψη του Θεού Πατέρα[11].
[Επειδή το Χριστολογικό Δόγμα είναι πολυσύνθετο και δύσκολο
στην θεολογική του ανάλυση, για πιο εύκολη κατανόηση διευκρινίζω ότι: Πατήρ,
Υιός και Άγιο Πνεύμα είναι τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ άναρχος
και αίδιος, και ΟΧΙ τρεις θεοί, τα οποία είναι ομοούσια (μία ουσία κοινή), δηλ.
όταν ενεργεί το ένα Πρόσωπο, ταυτόχρονα ενεργεί ολόκληρη η Τριάδα, δηλ.
ολόκληρος ο Θεός. Τα Πρόσωπα αποτελούν τον τρόπο εμφάνισης στα κτιστά όντα. Τα
Πρόσωπα αυτά είναι άχρονα, άκτιστα, και μόνον ο άνθρωπος είναι κτιστός, εν
χρόνω, και κατά χάριν προορίζεται (βάσει των έργων του) ως Υιός Θεού. Επίσης,
στα κτιστά δημιουργήματα περιλαμβάνονται και οι Άγγελοι].
Η βάση της
διδασκαλίας του Αρείου περιληπτικά
Α) Ο Άρειος θεωρούσε ότι ο Υιός δεν
είναι αίδιος ή άναρχος και μ’ αυτή τη λογική ο Υιός έχει συγκεκριμένη χρονική
αρχή ύπαρξης.
Β) Ο Άρειος θεωρούσε ότι ο Υιός είναι
κτίσμα και ποίημα που δημιουργήθηκε εκ του μηδενός και με τη θέληση του Πατέρα,
ανήκει επομένως στον κόσμο των κτισμάτων, αλλά ο Υιός δεν ήταν από τα
συνηθισμένα κτίσματα, ήταν ένα κτίσμα του Θεού τέλειον.
Γ) Ο Άρειος θεωρούσε ότι ο Υιός είναι
κτίσμα μεσάζον μεταξύ Θεού και κόσμου. Είναι η πλατωνική ιδέα του ενδιάμεσου
κόσμου των ιδεών, που άφησε τη σφραγίδα της στη διδασκαλία του Αρείου.
Δ) Ο Άρειος θεωρούσε ότι ο Υιός είναι
ετερούσιος του Πατέρα, δηλ. ξένος κατ’ ουσίαν του Υιού ο Πατέρας, δηλ. δεν
υπάρχει ομοούσιο.
Ε) Ο Άρειος θεωρούσε, ως φυσική
συνέπεια του ετερουσίου, ότι ο Υιός είναι τρεπτός, ατελής και αγνοεί τον
Πατέρα, η δε τρεπτότητα του Υιού είναι επακόλουθο του ότι θεωρεί τον Υιό
κτίσμα. Στην διδασκαλία του, επίσης, για την άγνοια του Υιού προς τον Πατέρα,
θεωρεί ότι είναι φυσική η απόσταση αφού ο Υιός αδυνατεί να γνωρίσει τον Πατέρα
και, άρα, τρεπτός.
Όλες αυτές οι εκτροπές του Αρείου περί κτιστότητας και
ετερουσιότητας, αποτελούν ευθεία αμφισβήτηση της πίστης στην Αγία Τριάδα, την
οποία θεωρούσε γενητή και δευτερογενή, σχηματισμένη εν χρόνω κι από
διαφορετικές φύσεις, ελλιπή, μη αίδιο. Αργότερα, περιέπεσε και σε άλλες
εκτροπές, σχετικές με την ενσάρκωση, ότι δηλ. ο κτιστός Λόγος του Θεού ενώθηκε
σε ανθρώπινο μόνο σώμα κι ότι ο Λόγος του Θεού δεν προσέλαβε με την ενανθρώπισή
του τον όλο άνθρωπο, που αποτελείται κι από ψυχή. Επίσης, θεωρούσε ότι το Άγιο
Πνεύμα δεν είναι Θεός ομοούσιος με τον Πατέρα, αλλά κτίσμα κι αυτό, που
δημιουργήθηκε από τον Πατέρα διά του Υιού, δηλ. εννοούσε κτίσμα διαιρεμένο από
την ουσία του Χριστού.
Εν κατακλείδι, η διδασκαλία του Αρείου υπήρξε προβληματική
και προκάλεσε για πολλές δεκαετίες τη χριστιανικη θεολογία, αφού ισοδυναμούσε
με καθαρά φιλοσοφικό λόγο προσπαθώντας να προσεγγίση με λογικά επιχειρήματα τα
θεολογικά ζητήματα. Το θέμα αυτό δεν ήταν ασήμαντο για την Εκκλησία, γι’ αυτό
και εισήχθη προς συζήτηση στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας το 325, οπότε
προέκυψε και η καταδίκη του Αρείου.
Σημαντικό είναι αυτό που μας λέγει ο Μ.Αθανάσιος: «Αὐτός
ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν, καί αὐτός ἐφανέρωσεν ἑαυτόν διά σώματος
ἵνα ἡμεῖς τοῦ ἀοράτου Πατρός ἔννοιαν λάβωμεν»[12].
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι
περισσότεροι Πατέρες της Εκκλησίας, επειδή είχαν διδαχθεί και την αρχαία
Ελληνική φιλοσοφία, περιέβαλαν τις θεολογικές τους ερμηνείες με τον μανδύα της φιλοσοφίας, όμως σε πλαίσια που ήταν επιτρεπτά από το
χριστιανικό δόγμα. Διαφύλαξαν και χρησιμοποίησαν τις αλήθειες των αρχαίων μας
φιλοσόφων εκεί όπου έπρεπε και για τους λόγους που έπρεπε. Άλλωστε, αυτό
διαφαίνεται και από τα συγγράμματά τους που είναι γραμμένα στην ελληνιστική της
εποχής εκείνης, όμως σε ορισμένα υπάρχει και η αρχαία ελληνική μορφή της γλώσσας,
δηλώνοντας το εύρος της παιδείας τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[1] Λόγος 21, Εἰς τόν Μ. Ἀθανάσιον, 22.
[2] G.Florovsky, “Nicaea and the Ecumenical Council”, The Byzantine
Fathers of the Fifth Century, Belmont , Mass. , 1987, σελ. 118.
[3] Π.Κ.
Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, Γ΄, Θεσσαλονίκη
1987, σελ.394.
[4] Κωνσταντίνου
Β. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων, Τόμος
2ος, Αθήνα 2004, σελ. 97.
[5] Π.Κ.Χρήστου,
Ἑλληνική Πατρολογία, Γ΄, Θεσσαλονίκη
1987, σελ. 381.
[6] Εκκλησιαστική Ιστορία, 1,1.
[7] Επιφανίου, Κατά Αιρέσεων, 2,2,6.
[8] Εκκλησιαστική Ιστορία, 1,5.
[9] Ἀθανασίου, Κατά Ἀρειανῶν, 1,5.
[10] Κωνσταντίνου
Β. Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων, Τόμος
2ος, Αθήνα 2004, σελ. 110-111. Βλ. Κατά Αρειανών, 1,5.
[11] Βλ. ό.π.,
σελ. 113.
[12] Βλ. ό.π., σ.σ. 114-120.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον