Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ - ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ : Το μοιραίο ζευγάρι

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ - ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ : ΤΟ ΜΟΙΡΑΙΟ ΖΕΥΓΑΡΙ

 
Η Ζωή του Καρυωτάκη




Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη λογοτεχνική γενιά του ’20, που καλλιέργησε 
το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος
 είναι οι άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφονται τα 
ποιήματά της. Είναι μεστή γεμάτη με πηγαίο λυρισμό, που ξεσπά 
σε βαθιά θλίψη και πότε-πότε σε σπαραγμό, με φανερή την επίδραση από
 τον Καρυωτάκη και τα μανιάτικα μοιρολόγια.
Όπως και να χει, για τον Κώστα Καρυωτάκη και 
τη Μαρία Πολυδούρη οι δρόμοι ήταν παράλληλοι και μοιραίοι, 
ή όπως η ίδια γράφει στην μπαλάντα της, «στο συρτάρι μια παλιά φωτογραφία 
κι η ζωή μας δυο παράλληλες γραμμές». Ήταν δύο νέοι άνθρωποι, 
με πολύ ταλέντο, που από διαφορετικούς δρόμους
 αγγίξανε την ευτυχία, καταξιωμένοι ποιητές και 
ερωτευμένοι. Η συνάντηση των δύο ποιητών στη 
ζωή, θα μπορούσε να πει κανείς ότι τους οδήγησε πιο γρήγορα στον θάνατο.


 Γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896 στην Τρίπολη. Ο πατέρας του ήταν νομομηχανικός κι έτσι στα παιδικά του χρόνια αναγκάστηκε να αλλάζει συνέχεια τόπο διαμονής. Πέρασε από το Αργοστόλι, τη Λευκάδα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα, την
Αθήνα, μέχρι και από τα Χανιά. Από το 1912 δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα παιδικά περιοδικά. Αφού πήρε το δίπλωμα της Νομικής Σχολής των Αθηνών, διορίστηκε υπάλληλος στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης. Η
ελεύθερη φύση του δεν μπορούσε να δεχθεί την γραφειοκρατία της κρατικής μηχανής, την όποια και καυτηριάζει όποτε μπορει(χαρακτηριστικό το πεζό: ΚΑΘΑΡΣΙΣ). Γι' αυτό και μετατέθηκε πολλές φορές διωκόμενος από ανωτέρους του. Στη διάρκεια αυτών των μεταθέσεων γνωρίζει την ανία και τη μιζέρια της επαρχίας, πράγμα που τον στιγματίζει.
Aπο εφημερίδα εποχής
Tο Φεβρουάριο του 1919 εκδίδει την πρώτη του συλλογή: "Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων", η οποία τυγχάνει αδιάφορης ή υποτιμητικής κριτικής. Τον ίδιο χρόνο εκδίδει μαζί με τον φίλο του Αγη Λεβέντη (με τα ψευδώνυμα Μίμης Χλαπάτσας και Νίκος Τσαπατσούλιας, αντίστοιχα) το σατιρικό περιοδικό "Η Γάμπα", που παρά την επιτυχία του κυκλοφόρησε μόνο σε έξι τεύχη γιατί η αστυνομία απαγόρευσε την έκδοσή του.
Το 1921 κυκλοφορεί τη δεύτερη συλλογή του τα "Νηπενθή". Εκείνο τον καιρό συνδέεται με την ποιήτρια Μ.Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής. Πολλοί ισχυρίζονται ότι οι σχέσεις τους ήταν ερωτικές. Το 1924 ταξιδεύει στο εξωτερικό, στην Ιταλία και τη Γερμανία. Το Δεκέμβριο του 1927 κυκλοφορεί η τελευταία του συλλογή,"Ελεγεία και Σάτιρες".


Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ

Το Φεβρουάριο του 1928 ο Καρυωτάκης αποσπάται στην Πάτρα και τον Ιούνιο στην Πρέβεζα. Από εκεί στέλνει απελπισμένα γράμματα σε συγγενείς και φίλους, περιγράφοντας την αθλιότητα που κυριαρχεί σ' αυτήν την πόλη (χαρακτηριστικό το ποίημα ΠΡΕΒΕΖΑ). Στις 20 Ιουλίου πηγαίνει στο Μονολίθι και γυμνός πέφτει στην θάλασσα προσπαθώντας -επί δέκα ώρες - να πνιγεί, μάταια όμως γιατί ήταν καλός κολυμβητής. Το πρωί της 21, γυρνώντας σπίτι του, πίνει ήρεμος το γάλα που του προσφέρει η σπιτονοικοκυρά του, ξαναφεύγει,
αγοράζει ένα περίστροφο και πάει σ' ένα καφενεδάκι, όπου
φυτεύει μια σφαίρα στην καρδιά του. Στην τσέπη του βρίσκεται
το τελευταίο σημείωμά του :

ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της,την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ημουν άρρωστος.
Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
Κ.Γ.Κ.
[Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.
Ο Καρυωτάκης όπως βρέθηκε νεκρός
Κ.Γ.Κ.

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

Ο Κώστας και η Μαρία ήταν δύο νέοι που έζησαν στις αρχές του περασμένου αιώνα και που, παρά το σύντομο πέρασμά τους από τη ζωή, έκαναν αισθητή την παρουσία τους, όχι μόνο με το έργο τους -το καθόλου ευκαταφρόνητο -, αλλά και για την συνάντησή τους, πού σημάδεψε ανεξίτηλα την ύπαρξή τους. Ο λόγος φυσικά για τον Καρυωτάκη και την Πολυδούρη, που μπήκαν φουριόζικα στα ελληνικά γράμματα, με πάταγο θα ‘λεγα, διέγραψαν μια σύντομη τροχιά και έσβησαν όπως τα αστέρια του καλοκαιριού. Το τέλος τους ήταν συγκινητικό, όσο και τραγικό, κλείνοντας μια ιστορία παράφορου έρωτα, δύο ανθρώπων που δεν μπόρεσαν να γεφυρώσουν τις διαφορές τους, ή μάλλον δεν κατάφεραν να αντιστρέψουν τις ομοιότητές τους…
Η Πολυδούρη γεννήθηκε το 1902 στην Καλαμάτα. Ο πατέρας ήταν καθηγητής και δεν είχαν μια μόνιμη κατοικία στα παιδικά της χρόνια. Το 1918 διορίσθηκε υπάλληλος στην νομαρχία Καλαμάτας. Το 1920 και σε διάστημα ενός μηνός πεθαίνει ο πατέρας της και η μητέρα της. Οι τύψεις για το θάνατο της μητέρας της την παρακινούν να γράψει ένα τρυφερό ποίημα στη πονεμένη μάνα:
...Δεν σ' ένιωσα πριν να σε χωριστώ 
μα η θύμησή σου ακέρια που μου μένει, 
μου δείχνει εμένα, εκεί να εξιλαστώ 
για πάντα θλιβερή μετανοιωμένη.

Το 1921 παίρνει μετάθεση για την Αθήνα, ενώ παράλληλα γράφεται στην νομική, που ποτέ δεν θα τελειώσει. Εκεί στο γραφείο θα γνωρίσει τον Καρυωτάκη και δεν θα αργήσει ανάμεσά τους να αναπτυχθεί ένας σφοδρός έρωτας, που θα σημαδέψει οριστικά και ανεξίτηλα την υπόλοιπη ζωή τους… Γρήγορα θα τα χαλάσουν, αλλά ποτέ δεν θα πάψουν να αγαπιούνται, που αποδεικνύεται με τα γράμματα που του είχε στείλει και τις εκατό και πλέον φωτογραφίες της που φύλαγε στο μπαούλο του ο Καρυωτάκης και βρέθηκαν μετά το θάνατό του, αλλά και από ποιήματά του.
Η Πολυδούρη άλλωστε δεν το κρύβει, το διατυμπανίζει, το βροντοφωνάζει: Στο ημερολόγιο της, το Μάη του 1922 εξομολογείται: «Τον αγαπώ, τον αγαπώ καμιά αμφιβολία πιά! (...) Απελπισμένε μου ποιητή θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω ν' αγαπήσω, όσο σου πρέπει;» Ενώ αργότερα σε ένα σπαρακτικό γράμμα τον καλεί να ζήσουν μαζί: «Έλα, Τάκη, να ζήσουμε μαζί... να ιδείς πόσο γλυκιά, πόσο ανακουφιστική θα ‘μαι σε σένα. Δεν είναι δύσκολο, μα καθόλου δύσκολο. Ξέρω όλα τα εμπόδια, όλες τις συνέπειες. Είμαστε φτωχοί και οι δυό, αλλά τι μ' αυτό; μήπως τώρα που ήμαστε χωριστά δεν είμαστε φτωχοί και χωρίς καμιά ελπίδα να γίνουμε πλούσιοι; Δύο δωμάτια μας φτάνουν.»
Όμως αυτός θα δειλιάσει. Ίσως γιατί η Μαρία είναι μια γυναίκα απελευθερωμένη, χειραφετημένη, δυναμική, φεμινίστρια, που δεν δίσταζε να συμμετέχει σε ανδρικές παρέες -πράγμα απαράδεκτο για την εποχή εκείνη. Εκείνη νόμιζε πως στον Τάκη, όπως τον έλεγε, πέρα από τον φτασμένο ποιητή, που πάνω του θα στηριζόταν στις ποιητικές της αναζητήσεις, θα εύρισκε τον απελευθερωμένο άνθρωπο, που θα της έμοιαζε…
Έτσι, η απάντηση του Καρυωτάκη θα τη προσγειώσει ανώμαλα. Σε έναν περίπατό τους στο Φάληρο, θα αρνηθεί την πρόταση της, επικαλούμενος ότι δεν έχει το δικαίωμα να παντρευτεί καμιά γυναίκα, γιατί πάσχει από χρόνιο αφροδίσιο νόσημα. Στην πραγματικότητα η Πολυδούρη δεν θα τον πιστέψει, υποθέτοντας ότι ο καλός της δε θέλει να την παντρευτεί επειδή έχει αποκτήσει κακή φήμη με τον τρόπο ζωής που κάνει. Η πτώση του στα μάτια της είναι μοιραία και χωρίζουν. Της προτείνει να συνεχίσουν την φιλία τους και την διαβεβαιώνει ότι δεν θα πάψει να την αγαπά. Αυτή όμως νοιώθει μειωμένη και ταπεινωμένη. Θα δεχτεί την αλλαγή μορφής στη σχέση τους και θα κρύψει τον σπαραγμό της έως ότου έξη χρόνια μετά, θα γράψει πλημμυρισμένη από τύψεις:
«Το λίγο που σου απόμεινε, την ύστερνη ζωή σου 
σε αγάπη την μετάβαλες και μου την είχες δώσει. 
Εγώ κι αν όλη τη ζωή μου ονόμασα δική σου 
τι σούχα δώσει να χαρείς από μια αγάπη τόση; 
Και νόμιζαν πως έδινα, περήφανη να κρύβω 
το θησαυρό που γέμιζε μέσα μου και χανόταν. 
Ά τώρα κάτω απ' τη φριχτή τύψη αυτή θα σκύβω 
πως ούτε πήρα το άξιο σου δώρο που μου δινόταν»
Οι συναντήσεις τους μετά το χωρισμό είναι ελάχιστες. Ο πληγωμένος εγωισμός της με την απόρριψη, την εξωθεί στην έντονη ζωή. Το 1926 φεύγει για το Παρίσι, προσβάλλεται από φυματίωση και νοσηλεύεται σε μια κλινική. Το 1928 επιστρέφει στην Αθήνα και καταφέρνει να μπει στη Σωτηρία. Εκεί μια μέρα θα την επισκεφθεί ο Καρυωτάκης. Η συνάντησή τους είναι παγερή, το χάσμα που τους χωρίζει μένει αξεπέραστο. Χωρίζουν οριστικά. Ο Κώστας φεύγει για την Πρέβεζα που τον έχουν μεταθέσει.
Η είδηση της αυτοκτονίας του Καρυωτάκη, στις 21 Ιουλίου 1928, την συγκλονίζει και δίνει την χαριστική βολή στην ήδη επιβαρημένη και κλονισμένη υγεία της. Από τότε αψηφά τις συστάσεις των γιατρών, επιδεινώνοντας την κατάσταση της με κρυφές εξόδους απ' το σανατόριο και ασυλλόγιστες νυχτερινές εξορμήσεις. Γράφει τα πιο σπαρακτικά τραγούδια της, ενώ κρεμάει πάνω απ' το κρεβάτι της ένα σκίτσο του κι ένα παιχνιδάκι, που της είχε κάποτε δωρίσει ο Καρυωτάκης. Επιζητούσε την συντροφιά των φιλών του, όπου πάντοτε μιλούσε γι' αυτόν με τρόπο που δε μπορούσε κανείς ν' αμφιβάλει πόσο οδυνηρά την πλήγωνε η ανάμνηση της ζωής που πέρασε μαζί του.
Αδιαμφισβήτητα οι δύο μεγάλοι ποιητές του έρωτα και του θανάτου, έζησαν λίγο, η προσφορά τους όμως στα γράμματα ήταν τεράστια και το έργο τους δείχνει ανάγλυφα την πραγματικότητα.

Πηγές: www.tempo.gr, eBooksGreeksgr
ΠΗΓΗ: http://stigmesstinistoria.blogspot.gr/2012/07/blog-post_16.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον