Γιατί ο Έλληνας αποφεύγει το διάβασμα;
ΠΗΓΗ: http://grafi.pblogs.gr/2012/01/giati-den-anoigoyn-biblio-oi-ellhnes.html
ΚΑΙ ΕΝΑ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΡΘΡΟ ΜΕ ΠΟΛΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ
Και συνεχίζει: «Στην πρόσφατη έρευνα διαπιστώνεται μια μετατόπιση του κοινού από τη συστηματική προς την ασθενέστερη ανάγνωση. Θα πρέπει να έχετε υπόψη σας ότι η ανάγνωση βιβλίων αποτελεί την πιο πολύμορφη κοινωνική και πολιτιστική πρακτική (διαβάζουμε τόσο από ευχαρίστηση όσο και από ανάγκη, τόσο για μορφωτικούς όσο και για πολιτιστικούς αλλά και για πρακτικούς/πληροφοριακούς σκοπούς). Επομένως οι διαδικασίες που “φτιάχνουν” αναγνώστες είναι σύνθετες. Η εξοικείωση με το ελεύθερο, εξωσχολικό και κριτικό διάβασμα από το σχολείο είναι, ίσως, η πιο σημαντική -είναι κάτι που δεν θα “ξεθυμάνει” αργότερα. Γι’ αυτό και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου ανέλαβε για πρώτη φορά την ευθύνη ενός προγράμματος φιλαναγνωσίας σε 800 ολοήμερα δημοτικά σχολεία, σε όλη τη χώρα, σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας».
ΠΗΓΗ: http://www.in2life.gr/features/dossier/dossierarticle/200392/ekebi-oi-ellhnes-diavazoyn.html
Είναι γεγονός πως ο Έλληνας
αποφεύγει το διάβασμα του βιβλίου. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, στην Ελλάδα το
αναγνωστικό κοινό είναι αρκετά περιορισμένο και μάλιστα ο αριθμός των Ελλήνων
που διαβάζει βιβλία μειώνεται όλο και περισσότερο. Σε σύγκριση δε με τις
υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες η Ελλάδα στο συγκεκριμένο
τομέα κατέχει μια από τις τελευταίες θέσεις.
Η κατάσταση στις άλλες χώρες
της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι εντελώς διαφορετική. Στην Αγγλία, ένας στους
τέσσερεις (1:4) ενδιαφέρεται να ενημερωθεί, να πληροφορηθεί τις ειδήσεις και
αγοράζει εφημερίδα, στην Ιρλανδία ένας στους πέντε (1:5), ενώ στη Γερμανία ένας
στους τρεις.(1:3). Στην Ελλάδα μόνο ένας στους έντεκα (1:11) παρουσιάζει
ενδιαφέρον για ενημέρωση και πληροφόρηση. Αν αναλογιστούμε και το γεγονός ότι
το διάβασμα μιας εφημερίδας απαιτεί από τον αναγνώστη λιγότερο χρόνο αλλά
και λιγότερη προσπάθεια, θα διαπιστώσουμε πως τα πράγματα στη χώρα μας
όσον αφορά στο διάβασμα του βιβλίου είναι ανησυχητικά.
Βέβαια πριν προβούμε στη
διερεύνηση των σπουδαιότερων αιτίων, πρέπει να συμφωνήσουμε πως το βιβλίο δεν
ελκύει τον Έλληνα. Στις προτεραιότητές του αλλά και στις ιεραρχικές
αξιολογήσεις του καταλαμβάνει μια από τις τελευταίες θέσεις. Οι
περισσότεροι πιστεύουν πως δεν τους προσφέρει τίποτα το ουσιαστικό,
δεν τους ωφελεί άμεσα και γι ΄ αυτό προτιμούν τον ελεύθερο χρόνο τους να
καταπιαστούν με ασχολίες που, όπως θεωρούν, τους ξεκουράζουν και τους
ψυχαγωγούν καλύτερα από το βιβλίο. Άλλοι αντιμετωπίζουν το βιβλίο ως ένα
άψυχο αντικείμενο που μπορεί όμως να διακοσμήσει τα άδεια ράφια και τις
βιβλιοθήκες των σπιτιών τους και να «αποδείξει» έτσι στους
επισκέπτες τις πνευματικές τους ανησυχίες και τις φιλοσοφικές τους αναζητήσεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα που επιβεβαιώνει την ισχύ της παραπάνω
άποψης αποτελούσε ο Μουσολίνι. Αυτός, προσπαθώντας να πλάσει ολόκληρο μύθο
για τις πάμπολλες γνώσεις του και τα εξαίρετα χαρίσματά του, όταν ανέμενε
επισκέπτες στο σπίτι του, τοποθετούσε σε εμφανείς θέσεις ανοιχτά, φιλοσοφικά
βιβλία!! Υπάρχουν τέλος και αρκετοί-και αυτό είναι ανησυχητικό- που, επειδή σε
κάποια φάση της ζωής τους αναγκάστηκαν και πιέστηκαν να διαβάσουν βιβλία για
την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων (αποφοίτηση από το λύκειο, εισαγωγή σε
ανώτερες και ανώτατες σχολές),θεωρούν πως τώρα έχουν εισέλθει σε μια πιο
ρεαλιστική φάση της ζωής τους και δεν έχουν πλέον χρόνο για θεωρητικές,
λογοτεχνικές και γενικότερα πνευματικές ανησυχίες.
Όμως ποια είναι τα αίτια
αυτού του φαινομένου; Από ποιους πρέπει να αναζητηθούν ευθύνες και πόσο
ευθύνεται ο καθένας από εμάς για αυτήν την κατάσταση; Η μείωση δηλαδή του
αναγνωστικού κοινού οφείλεται μόνο σε εξωγενείς ή και σε ενδογενείς παράγοντες;
Η σχέση, λοιπόν, αυτή του
Έλληνα με το βιβλίο οφείλεται κατά ένα μεγάλο ποσοστό στο σύστημα παιδείας σε
όλες τις βαθμίδες και ειδικότερα στον τρόπο που λειτουργεί το ελληνικό
σχολείο. Ο χαρακτήρας της παρεχόμενης μόρφωσης είναι σαφώς επιφανειακός και
ανεδαφικός ,καθώς προκρίνει την στείρα απομνημόνευση παρωχημένων γνώσεων ,χωρίς
να καλλιεργεί την κριτική ικανότητα του μαθητή. Το σχολικό εγχειρίδιο αποτελεί
γι ` αυτόν ένα σύνολο γνώσεων, οι οποίες επιβάλλεται να απομνημονευθούν όσο το
δυνατόν καλύτερα, γεγονός που τον φορτώνει μεψυχολογική πίεση και άγχος. Έτσι
αντιμετωπίζει το βιβλίο εχθρικά, αισθάνεται πως το σχολικό βιβλίο τον
καταπιέζει, με αποτέλεσμα να διακατέχεται από ένα μίσος για όλα τα βιβλία. Αυτό
εκφράζεται τις περισσότερες φορές και έμπρακτα με το θλιβερό θέαμα μαθητές να
καίνε στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς όλα τα βιβλία τους με ένα τρόπο
επιδεικτικό και εν μέρει εκδικητικό. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη ζημιά που
προκαλεί το ελληνικό σχολείο, καθώς είναι υπεύθυνο για το γεγονός ότι το μίσος
για τα σχολικά εγχειρίδια διοχετεύεται σε κάθε άλλο βιβλίο όχι μόνο κατά τη
διάρκεια της φοίτησης στο σχολείο αλλά και για όλη τους τη ζωή. Στο
παραπάνω συντελεί και το γεγονός ότι το ελληνικό σχολείο επιβάλλει ένα μόνο
εγχειρίδιο, που τις περισσότερες φορές είναι κακογραμμένο , ασαφές και
ανεπίκαιρο, στερώντας από τους μαθητές τη δυνατότητα να ανατρέξουν στις
σχολικές και όχι μόνο βιβλιοθήκες, για να ανακαλύψουν διαφορετικές πηγές
πληροφοριών.
Ωστόσο, δε θα πρέπει να
παραγνωρίζουμε και το ρόλο της τηλεόρασης αλλά και των εξελιγμένων τεχνολογικά
μέσων πληροφόρησης. Η τεχνολογική επανάσταση επέφερε σημαντικές αλλαγές στον
τομέα της ενημέρωσης και της πρόσβασης στην πληροφορία. Ο ηλεκτρονικός τύπος,
κυρίως η τηλεόραση αλλά και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές έχουν κυριαρχήσει,
καθώς ενημερώνουν γρήγορα, έχοντας την εικόνα ως ισχυρότατο όπλο στα χέρια
τους. Η εικόνα υπερτερεί σε αμεσότητα και παραστατικότητα, καθώς σε
συνδυασμό και με τον ήχο, μαγνητίζει τον τηλεθεατή. Έτσι, ενώ το διάβασμα
του βιβλίου απαιτεί και προϋποθέτει συνεχή πνευματική εγρήγορση και προσπάθεια,
ως πιο σύνθετη νοητική διεργασία, η τηλεόραση, με την ταχύτητα που
εναλλάσσονται τα γεγονότα και οι εικόνες, δεν επιτρέπει στον τηλεθεατή να
κρίνει και να ελέγχει τις πληροφορίες. Είναι εύλογο, λοιπόν, ο Έλληνας
να επιλέγει τον παραπάνω πιο εύκολο τρόπο ενημέρωσης και να
μετατρέπεται έτσι σε ένα παθητικό δέκτη μηνυμάτων και ανεπεξέργαστων
πληροφοριών, ο οποίος εξαρτάται από την τηλεόραση. Η εξάρτησή του δεν αφορά
μόνο στην ενημέρωση αλλά και στις επιλογές της ψυχαγωγίας του, αφού
παρακολουθεί χαμηλής ποιότητας προγράμματα, που δεν ευνοούν την πνευματική του
ανησυχία και αναζήτηση. Βλέπουμε, λοιπόν, πως ο ρόλος της τηλεόρασης, ενώ
θα έπρεπε να είναι επικουρικός και να συμβάλλει στην προβολή και προώθηση του
βιβλίου , στην πράξη είναι ως επί το πλείστον ανταγωνιστικός , εφόσον μειώνει
αισθητά τον αριθμό του αναγνωστικού κοινού στη χώρα μας.
Όμως, εκτός από την
τηλεόραση, μεγάλο μερίδιο ευθύνης αναλογεί και στο σύγχρονο τρόπο ζωής.
Πιο συγκεκριμένα, στις σημερινές καταναλωτικές κοινωνίες κυριαρχεί ένα πνεύμα
άκρατου υλικού ευδαιμονισμού. Η κοινωνική καταξίωση και αναγνώριση επέρχεται
μόνο μέσα από την όλο και μεγαλύτερη ευχέρεια για κατανάλωση. Έτσι, οι άνθρωποι
επιδίδονται σε ένα διαρκή αγώνα απόκτησης αγαθών, γεγονός που προϋποθέτει πως
αναγκάζονται να εργάζονται περισσότερες ώρες από το φυσιολογικό. Η υπερεργασία,
στην οποία αναπόφευκτα οδηγείται το άτομο, για να καλύψει τις όλο και
μεγαλύτερες, συχνά πλασματικές, ανάγκες του, συμβάλλει όχι μόνο στην
αισθητή μείωση του ελεύθερου χρόνου αλλά και στη μείωση της διάθεσης για
ανάγνωση βιβλίων. Σε μια κοινωνία, στην οποία το «έχειν» ταυτίζεται με το
«είναι» και η υλική ευημερία με την καταξίωση και την ευτυχία, είναι
φυσιολογικό ο άνθρωπος - και ο Έλληνας ακόμη περισσότερο- να αδιαφορεί για την
πνευματική του καλλιέργεια και εξύψωση.
Βέβαια, στην αδιαφορία αυτή
του Έλληνα για τα βιβλία έχει συντελέσει και η ελιτίστικη στάση ορισμένων
συγγραφέων. Εκείνοι είναι που όχι μόνο χρησιμοποιούν ένα εξεζητημένο και
εκλεπτυσμένο ύφος, δυσνόητο τις περισσότερες φορές για τη μεγάλη μάζα του
αναγνωστικού κοινού, αλλά και τα θέματα με τα οποία καταπιάνονται στα βιβλία
τους δεν ενδιαφέρουν το μέσο πολίτη, που φυσιολογικά αδιαφορεί για ανάλογα
αναγνώσματα. Έτσι είναι σαν να απευθύνονται σε ένα εξειδικευμένο και αρκετά
περιορισμένο κοινό, σε ένα στενό κύκλο διανοούμενων, αδιαφορώντας για το αν τα
βιβλία τους είναι κατανοητά ή όχι από το μέσο πολίτη. Κατά αυτόν τον τρόπο
δημιουργείται πρόβλημα στην αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων του
δημιουργού-συγγραφέα από το κοινό, το οποίο θεωρεί πως αυτό αποκλειστικά
ευθύνεται για τη μη κατανόηση των νοημάτων και αποδέχεται την πνευματική
κατωτερότητά του, αδιαφορώντας για ανάλογου περιεχομένου βιβλία.
Στις παραπάνω βασικές αιτίες
έρχονται να προστεθούν και κάποιες δευτερεύουσας σημασίας, που επηρεάζουν όμως
και αυτές την μείωση του αναγνωστικού κοινού στην Ελλάδα. Τέτοιες είναι: η
υψηλή έως απαγορευτική για την πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων τιμή των
βιβλίων, η ανεπαρκής για τα σημερινά δεδομένα προβολή και παρουσίαση του
βιβλίου, η ελλιπής τροφοδοσία της επαρχίας με πληθώρα εκδόσεων, με αποτέλεσμα η
αγορά του βιβλίου να περιορίζεται στα μεγάλα αστικά κέντρα κ.α..
Από όλα τα παραπάνω, λοιπόν,
συνάγεται το συμπέρασμα πως η κατάσταση στον τομέα της ανάγνωσης βιβλίων στη
χώρα μας πρέπει να αλλάξει. Και μπορεί να αλλάξει. Όμως χρειάζεται χρόνος και
συνεχής προσπάθεια από τους φορείς εκείνους που μπορούν και έχουν την ευθύνη να
στρέψουν τον Έλληνα προς το ωφέλιμο και ποιοτικό βιβλίο. Η οικογένεια, η
εκπαίδευση και ειδικότερα το σχολείο έχουν τη δυνατότητα να βοηθήσουν
ουσιαστικά προς αυτήν την κατεύθυνση, να εμφυσήσουν δηλαδή τη βιβλιοφιλία στο
νέο άνθρωπο. Επικουρικά σ ` αυτό μπορεί να λειτουργήσει και η πολιτεία με τη
χάραξη μιας πολιτιστικής πολιτικής για το βιβλίο, που θα στοχεύει στην προώθηση
και προβολή του καλού βιβλίου. Οι προσπάθειες αυτές όμως δεν θα επιφέρουν τα
αναμενόμενα αποτελέσματα, αν και ο ίδιος ο Έλληνας δε συνειδητοποιήσει σε
ατομικό επίπεδο το χρέος και την ευθύνη του. Να καταλάβει δηλαδή ότι πρέπει και
ο ίδιος να αντισταθεί στην πνευματική υποβάθμιση που συντελείται από την πλειονότητα
των Μ.Μ.Ε και να διεκδικεί τη γνήσια ψυχαγωγία μέσα από τη μύησή του στον κόσμο
του βιβλίου.
ΖΑΜΠΙΟΖΗΣ ΜΗΝΑΣ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ
ΚΑΙ ΕΝΑ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΡΘΡΟ ΜΕ ΠΟΛΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ
ΕΚΕΒΙ: Οι Έλληνες διαβάζουν !
Η
πανελλήνια έρευνα που πραγματοποίησε το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, δείχνει ότι σε
καιρούς κρίσης, αρκετοί είναι αυτοί που αφιερώνουν τον ελεύθερο χρόνο τους στο
διάβασμα. Ο ειδικός σύμβουλος του ΕΚΕΒΙ και υπεύθυνος της έρευνας, Σωκράτης
Καμπουρόπουλος, μας βοηθά να ανακαλύψουμε πόσο διαβάζουν οι Έλληνες και ποιες
είναι οι αναγνωστικές τους συνήθειες.
Η
καλή σχέση του Έλληνα με το βιβλίο αποτυπώνεται στον σταθερό αριθμό των
συστηματικών αναγνωστών, στην αύξηση αυτών που διαβάζουν έστω και λίγο και στη
μείωση όσων δεν ασχολούνται με το διάβασμα. Είναι ενδεικτικό ότι οι δυνατοί
αναγνώστες (όσοι διάβασαν περισσότερα από 10 βιβλία τον τελευταίο χρόνο)
αντιστοιχούν στο 8,1% των ερωτηθέντων, ενώ το 34,2% δηλώνει ότι διάβασε
τουλάχιστον ένα βιβλίο. Το διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του 42,3% καταρρίπτει
τον ευρέως διαδεδομένο μύθο ότι οι συμπατριώτες μας απεχθάνονται το διάβασμα.
Τι πρέπει να γίνει για να ενισχυθούν ακόμη περισσότερο αυτές οι θετικές τάσεις;
«Δεν
πρέπει να ξεχνάμε ότι το αναγνωστικό κοινό δεν είναι μονοδιάστατο -μιλάμε για
πολλά, διαφορετικά αναγνωστικά κοινά από άποψη φύλου, ηλικίας, στάσεων, έξεων,
συμπεριφορών, κ.λπ., με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ιδεατά, οφείλουμε να
αποτυπώσουμε καλύτερα το προφίλ του καθενός από αυτά τα κοινά και να κάνουμε
πιο ορατά τα βιβλία που τους ενδιαφέρουν («Υπάρχει ένα βιβλίο για σένα. Το
έχεις διαβάσει;», λέει η φετινή καμπάνια για το βιβλίο μιας αλυσίδας
πολυκαταστημάτων πολιτισμού). Επίσης, η καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας ως
πρακτικής από μικρή ηλικία είναι η μόνη εγγύηση ότι η οικονομική κρίση δεν θα
ανακόψει, μεσοπρόθεσμα, την αγάπη μας για το διάβασμα», εξηγεί ο κ.
Καμπουρόπουλος.
Τα… κακώς κείμενα
Υπάρχουν
όμως και τα αρνητικά συμπεράσματα. Ο κ. Καμπουρόπουλος τα συνοψίζει λέγοντας:
«Η έρευνα του ΕΚΕΒΙ δε αποτυπώνει, δυστυχώς, μόνο θετικές τάσεις για το βιβλίο
στη χώρα μας, μιας και το βιβλίο αφορά περισσότερα άτομα σε σχέση με πριν από
μερικά χρόνια αλλά ταυτόχρονα διαβάζουμε λιγότερα βιβλία κατά μέσο όρο (5,9
βιβλία το χρόνο, σήμερα, 7 πριν από δέκα χρόνια) και σε συγκριτικά μεγαλύτερη
ηλικία (στις ηλικίες 35-54 ετών, κυρίως)».
Και συνεχίζει: «Στην πρόσφατη έρευνα διαπιστώνεται μια μετατόπιση του κοινού από τη συστηματική προς την ασθενέστερη ανάγνωση. Θα πρέπει να έχετε υπόψη σας ότι η ανάγνωση βιβλίων αποτελεί την πιο πολύμορφη κοινωνική και πολιτιστική πρακτική (διαβάζουμε τόσο από ευχαρίστηση όσο και από ανάγκη, τόσο για μορφωτικούς όσο και για πολιτιστικούς αλλά και για πρακτικούς/πληροφοριακούς σκοπούς). Επομένως οι διαδικασίες που “φτιάχνουν” αναγνώστες είναι σύνθετες. Η εξοικείωση με το ελεύθερο, εξωσχολικό και κριτικό διάβασμα από το σχολείο είναι, ίσως, η πιο σημαντική -είναι κάτι που δεν θα “ξεθυμάνει” αργότερα. Γι’ αυτό και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου ανέλαβε για πρώτη φορά την ευθύνη ενός προγράμματος φιλαναγνωσίας σε 800 ολοήμερα δημοτικά σχολεία, σε όλη τη χώρα, σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας».
Στην
ερώτηση για το πού πρέπει να εστιαστεί η προσπάθεια, στη μετατροπή των ασθενών
αναγνωστών σε συστηματικούς ή στον περιορισμό του ποσοστού που δεν διαβάζει
κανένα βιβλίο, ο κ. Καμπουρόπουλος επισημαίνει: «Κατά τη γνώμη μου, οι δύο
αυτές διαδικασίες δεν βρίσκονται σε αντιδιαστολή. Η εξοικείωση με τη διαδικασία
της ανάγνωσης δεν μπορεί παρά να οδηγεί σταδιακά από τα λίγα στα πολλά βιβλία.
Αυτό που θα πρέπει να κατανοήσουμε, είναι το γιατί δεν ασχολούνται με το βιβλίο
όσοι διαθέτουν τα μορφωτικά εφόδια και τον απαιτούμενο ελεύθερο χρόνο για να το
κάνουν, αλλά παρόλα αυτά δεν επιλέγουν το βιβλίο στις καθημερινές τους
πρακτικές».
Η ανάγνωση ΔΕΝ είναι γένους θηλυκού
Με
μια πρώτη ματιά, οι γυναίκες αναδεικνύονται πρωταθλήτριες στο σπορ της
ανάγνωσης: το 9,4% των γυναικών εμπλουτίζουν τη βιβλιοθήκη τους με περισσότερα
από 10 βιβλία το χρόνο (έναντι 6,8% των ανδρών), ενώ το 40,2% διαβάζουν 1-9
βιβλία το χρόνο, με το αντίστοιχο ποσοστό στους άντρες να μην ξεπερνά το 28%.
Παρ’
όλα αυτά, ο κ. Καμπουρόπουλος εξηγεί πως «η προσεκτική ανάγνωση των
αποτελεσμάτων της έρευνας καταρρίπτει τον μύθο ότι “η ανάγνωση είναι γένους
θηλυκού”. Οι γυναίκες -όσες γυναίκες διαβάζουν- είναι μεν περισσότερες από τους
άντρες, αλλά έχουν στοιχεία χαλαρότερης έντασης στην αναγνωστική τους
συμπεριφορά (δήλωσαν ότι διαβάζουν, κατά μέσο όρο, λιγότερα βιβλία από τους
άντρες). Η κατεξοχήν υπεροχή τους αναδεικνύεται στο πεδίο των ασθενέστερων
αναγνωστών, όπου το 40,2% των γυναικών δήλωσαν ότι διαβάζουν από 1-9 βιβλία το
χρόνο, έναντι μόνο 28% των ανδρών. Επίσης, οι γυναίκες διαβάζουν περισσότερο
από τους άντρες βιβλία λογοτεχνίας (μυθιστορήματα, διηγήματα και ποίηση),
ψυχολογίας και θρησκείας, ενώ σε όλες τις άλλες θεματικές κατηγορίες (όπως
π.χ., η ιστορία, η φιλοσοφία, τα ταξίδια, οι κοινωνικές επιστήμες, οι αρχαίοι
συγγραφείς, το πολιτικό βιβλίο, οι τέχνες, οι θετικές επιστήμες), οι άντρες
είναι αυτοί που υπερτερούν».
Το
μυθιστόρημα παραμένει το δημοφιλέστερο είδος που επιλέγουν ως ανάγνωσμα οι
Έλληνες. Η λογοτεχνία κυριαρχεί σε όλες τις ηλικίες αναγνωστών και είναι η μόνη
κατηγορία βιβλίων στην οποία παρατηρήθηκε αύξηση ενδιαφέροντος σε σύγκριση με
το 2004, ενώ σε σειρά προτίμησης ακολουθούν η ιστορία, η ψυχολογία, τα βιβλία
θρησκευτικού περιεχομένου, η φιλοσοφία, τα ταξίδια, οι κοινωνικές επιστήμες και
οι Αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς.
Το
φαινόμενο αποδίδεται, σύμφωνα με τον κο Καμπουρόπουλο, στην οικονομική κρίση:
«Σύμφωνα με στοιχεία διεθνών ερευνών, υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι οι
οικονομικές κρίσεις στρέφουν το κοινό στο βιβλίο για ψυχαγωγία. Αυτό θα
μπορούσε να είναι μια εξήγηση για την αυξημένη δημοτικότητα της λογοτεχνίας,
παρόλο που, ταυτόχρονα, έχουμε να κάνουμε με ένα είδος λογοτεχνίας που
διεκδικεί και γνωσιακό περιεχόμενο (ιστορικό μυθιστόρημα, μυθιστόρημα που
συνδέεται με την ψυχανάλυση, την επιστήμη, τη φυσική, τα μαθηματικά, κλπ.)».
Η
πρωτιά της δεν αμφισβητείται σε καμία κατηγορία αναγνώστη, αφού «η προτίμηση
στη λογοτεχνία αφορά τόσο τους “μέτριους ως συστηματικούς αναγνώστες” -ακόμα
περισσότερο αυτούς- όσο και τους ασθενέστερους αναγνώστες, με μόνη ενδιαφέρουσα
διαφορά, το γεγονός ότι η ξένη λογοτεχνία ισοβαθμεί με την ελληνική στην πρώτη
θέση των προτιμήσεων, για τους πιο συστηματικούς».
Ο
ρόλος των εκδοτικών οίκων δεν είναι αμελητέος. Πόσο επηρεάζει η εκδοτική
παραγωγή την αναγνωστική συμπεριφορά και σε ποιο βαθμό οι προτιμήσεις του
κοινού είναι αυτές που καθορίζουν τις εκδοτικές επιλογές; «Η εκδοτική παραγωγή
είναι, κατά κανόνα, πιο πλουραλιστική σε σχέση με την αναγνωστική συμπεριφορά,
προσφέροντας περισσότερες επιλογές. Ωστόσο, ο περιορισμός των μεγαλύτερων
επιτυχιών κυρίως στον τομέα της λογοτεχνίας, κάνει τα βιβλία αυτά να είναι
αντικείμενο ανταγωνισμού ανάμεσα στους λίγους μεγάλους εκδότες, και όχι τόσο,
λ.χ., τα βιβλία δοκιμιακού περιεχομένου».
Το προφίλ του Έλληνα αναγνώστη σε
αριθμούς
8,1%. Το ποσοστό των Ελλήνων που διαβάζουν περισσότερα
από 10 βιβλία τον χρόνο
34,2%. Το ποσοστό των Ελλήνων που διαβάζουν 1-9 βιβλία τον
χρόνο 40,7%. Το ποσοστό των Ελλήνων
που δεν διάβασαν απολύτως κανένα βιβλίο τον προηγούμενο χρόνο.
39%. Το ποσοστό των Ελλήνων που δεν διαβάζουν λόγω έλλειψης χρόνου. 35-54. Οι ηλικίες των περισσότερων από
αυτούς που διαβάζουν τουλάχιστον 10 βιβλία τον χρόνο.
40,2%. Το ποσοστό των γυναικών που διαβάζουν από 1-9
βιβλία το χρόνο, έναντι 28% των ανδρών.
73%. Το ποσοστό των αναγνωστών που προτιμούν την ελληνική λογοτεχνία.
2 ώρες και 11'. Ο χρόνος που αφιερώνουν στην τηλεόραση όσοι
διαβάζουν περισσότερα από 10 βιβλία το χρόνο. Ο αντίστοιχος χρόνος στον γενικό
πληθυσμό είναι 3 ώρες και 18'.
5,6. Ο μέσος όρος των αναγνωσμένων βιβλίων για το 2010. Το 1999, ο μέσος
όρος ήταν 7 βιβλία.
11,6. Ο
μηνιαίος μέσος όρος των χρημάτων -σε ευρώ- που ξοδεύουν οι Έλληνες για αγορά
βιβλίων.ΠΗΓΗ: http://www.in2life.gr/features/dossier/dossierarticle/200392/ekebi-oi-ellhnes-diavazoyn.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον