Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

Καθημερινῶς Ἱστορεῖν: Ο ΓΑΜΟΣ ΣΤΟΥΣ ΜΕΘΟΜΗΡΙΚΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ


Γαμήλιες σκηνές από αγγειογραφίες του Δ΄ και Ε΄ αι. π.Χ. Προετοιμασία γάμου στον γυναικονίτη.
(Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο)
Γαμήλια πομπή, παράσταση σε κορινθιακό κρατήρα (αρχές Δ΄ αι. π.Χ.)
(Μουσείο Βατικανού)
Γράφει η Ελένη Δραμπάλα

Από την εποχή του Ομήρου η έννοια της οικογένειας ταυτιζόταν με την έννοια του γένους, υπό τύπον δεσμού πίστης για όλα τα μέλη. Η ανδροκρατική δομή της ήταν εμφανέστατη, όμως, και στους μετά τον Όμηρο χρόνους, κατά τους οποίους όταν "ερχόταν η ώρα" του κοριτσιού να παντρευτεί (16-20 ετών για τη γυναίκα και 20-30 για τον άνδρα, σύμφωνα με τις συμβουλές του Ησίοδου), αυτός που γνωστοποιούσε την απόφαση ήταν ο πατέρας, ο οποίος καλούσε στο σπίτι τούς γαμβρούς εκείνους που κατά την άποψή του ήταν άξιοι, προσφέροντας τα δώρα τους (βόδια, πρόβατα, ρούχα, κοσμήματα) όχι μόνο στη μελλόνυμφη αλλά και στον πατέρα της. Προσπαθούσαν να επιδείξουν τις ικανότητές τους προκειμένου να ξεχωρίσουν, εκείνος δε που διακρινόταν ως ο πιο άξιος, ήταν υποχρεωμένος να προσφέρει δώρα στον πεθερό του, τα οποία ονομάζονταν "ἕδνα". Γνωρίζουμε ότι και ο Έκτωρ πρόσφερε "Μύρια ἕδνα" στον πατέρα της Ανδρομάχης, τον Ηετίωνα. Ο πατέρας ανταπέδιδε την προσφορά με πλούσια δώρα, όμως αν επήρχετο λύση του γάμου, τότε τα δώρα εκείνα έπρεπε να επιστραφούν.

Κατά την κύρια τελετή του γάμου, η νύφη μεταφερόταν στο σπίτι του συζύγου, αφού ήδη είχε προηγηθεί πλούσιο γεύμα, που ονομαζόταν "εἰλαπίνη", προσφερόμενο από τον πατέρα της νύφης. Τη νύχτα, το ζευγάρι πορευόταν με άμαξα για το νέο σπίτι του, ενώ το συνώδευαν συγγενείς και φίλοι κρατώντας πυρσούς.

Πάντως, κατά την μεθομηρική εποχή συντελούνται ριζικές αλλαγές, οι οποίες δημιουργούν επιπτώσεις στη συγκρότηση της οικογένειας. Η οικογένεια του Πριάμου δεν υπάρχει πλέον, δημιουργείται ο ύψιστος θεσμός για τους Έλληνες, η πόλις-κράτος, η οποία θα συνέχιζε τη λατρεία των θεών. Η εγγύηση για την επιβίωση εκείνη, ήταν ο γάμος, η οικογένεια που θα εξασφάλιζε τους απογόνους. Έτσι, λοιπόν, ο γάμος θεωρείτο ιερός κι αυτό διαφαίνεται από τους νομοθέτες Σόλωνα και Λυκούργο που φρόντισαν να ενισχυθεί ο θεσμός. 

Από την πλευρά των Σπαρτιατών, οι απόγονοι ήταν απαραίτητοι, ήταν το ιδεώδες τους, αφού τους προόριζαν για στρατιώτες, ενώ η νομοθεσία απέβλεπε στο να γεννιώνται γερά παιδιά για να μπορούν να υπερασπιστούν την πατρίδα. Και επειδή υπήρχε δημογραφικό πρόβλημα στη Σπάρτη, ήλεγχαν τους είλωτες για σταθερό αριθμό γεννήσεων. Είχε θεσπιστεί το πρόστιμο του αγαμίου, του οψιγαμίου (γάμος σε μεγάλη ηλικία) και του κακογαμίου (ανάρμοστος γάμος). Σύμφωνα με τα αναφερόμενα του Αθήναιου (2ος αι. μ.Χ.) είχαν καθιερώσει εορτή, που οι γυναίκες έσερναν τους άγαμους γύρω από βωμό, ραπίζοντας και χλευάζοντάς τους, ενώ οι άρχοντες την εποχή του χειμώνα εξανάγκαζαν τους άγαμους να περπατούν γυμνοί στην αγορά και να ψάλλουν ένα τραγούδι περιπαίζοντας τους εαυτούς τους.

Η εγγύηση, επομένως, που θα τους εξασφάλιζε τη συνέχεια της φυλής, ήταν ο γάμος. Αλλά με άνδρες και γυναίκες ρωμαλέους και γενναίους. Έτσι, οι γυναίκες ήταν υποχρεωμένες να σκληραγωγηθούν: μεγάλωναν και γυμνάζονταν όπως τα αγόρια.

Σύμφωνα με τις διηγήσεις του Πλουτάρχου, ο γάμος στη Σπάρτη γινόταν με αρπαγή: η νύφη αρπαζόταν από τη νυμφεύτρια, η οποία την κούρευε, την έντυνε με ανδρικά ρούχα και την υποχρέωνε να ξαπλώσει σε στρώμα από άχυρα. Εκείνη τη στιγμή, έμπαινε και ο γαμπρός και κρυφά τη μετέφερε στην κλίνη. 

Στην Αθήνα, το σκηνικό αλλάζει. Η γυναίκα είναι πολύ περιορισμένη στο σπίτι, με σκοπό, όταν θα έλθει η ώρα του γάμου της να γνωρίζει όσο το δυνατόν λιγότερα. Άλλωστε, ο σκοπός είναι να γεννήσει παιδιά, τα οποία θα συνέχιζαν τη λατρεία των θεών, αλλά και θα γίνονταν καλοί πολίτες και θα έδιναν οφέλη στην πατρίδα τους. Τον σύζυγο τον εύρισκαν οι προξενήτρες, οι οποίες ονομάζονταν "προμνήστριες", ή ο πατέρας. Με τη σειρά ερχόταν ο αραββών, η λεγόμενη "ἐγγύησις", η οποία δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μία δημόσια επικύρωση, παρέχοντας νομική ισχύ στο γάμο. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του πατέρα: "σου δίνω την κόρη μου, για να γεννηθούν νόμιμα παιδιά". Και βέβαια κανόνιζαν και την προίκα: οι συγγενείς προίκιζαν το νεαρό κορίτσι, ενώ ο πατέρας υποχρεούτο να δώσει στη γνήσια κόρη του τουλάχιστον το ένα δέκατο της περιουσίας του. 

Η προίκα αποτελούσε το κυριώτερο γνώρισμα του γάμου, ενώ χρησιμοποιείτο και ως μέσον αποτροπής του διαζυγίου, διότι εάν ο σύζυγος επιθυμούσε να χωρίσει, τότε έπρεπε να επιστρέψει την προίκα στην οικογένεια της νύφης. Η δε γυναίκα, τα έπαιρνε όλα, ρούχα, κοσμήματα, στολίδια, οικιακά σκεύη, έπιπλα.

Οι "ἐπίκληροι" ήταν ορφανές νέες και αποκλειστικές κληρονόμοι της πατρικής περιουσίας, οι οποίες, για να μην περιέλθει η κληρονομιά σε ξένο γένος, υποχρεώνονταν να παντρευτούν συγγενή. Όμως, επίκληροι ήταν και οι χήρες, οι οποίες δεν είχαν αποκτήσει αρσενικό κληρονόμο. Πάντως, στις αναφορές του ο Πλούταρχος στον Σόλωνα, λέει ότι η προίκα δεν έπρεπε να αποτιμάται σε χρήμα, διότι ο συζυγικός δεσμός καταντά οικονομική συναλλαγή.

Ο μήνας που προτιμούσαν οι Αθηναίοι να τελούν τους γάμους τους ήταν ο Γαμηλιών (Ιανουάριος), διότι τότε εορταζόταν ο γάμος του Δία και της Ήρας. Όσο για τις τελετές, ήταν τρεις: 
  • Τα προτέλεια ή προαύλεια, ήταν η παραμονή του γάμου που η μελλόνυμφη αποχαιρετούσε την κοριτσίστικη ζωή και αφιέρωνε τα παιχνίδια της στην Άρτεμι, προσέφερε θυσία στους θεούς - προστάτες του γάμου (Δίας τέλειος, Ήρα τελεία, Αφροδίτη, Πειθώ, Άρτεμις), στις Νύμφες και στις Μούσες, ενώ το σπουδαιότερο γεγονός ήταν το λουτρό της νύφης και του γαμπρού. Με τους λουτροφόρους έφερναν νερό από την πιο επίσημη πηγή ή ποτάμι της πόλης (Αθήνα: πηγή Καλλιρρόη, Θήβα: Ισμηνός ποταμός, Τροία: Σκάμανδρος).

  • Ο κυρίως γάμος ξεκινούσε με τον στολισμό των οικιών της νύφης και του γαμπρού, με στεφάνια από φύλλα ελιάς και δάφνης. Κατόπιν, ο πατέρας της νύφης παρέθετε τη "γαμική θοίνη", ένα πλούσιο γεύμα στο οποίο παρίσταντο και γυναίκες, ενώ η νύφη ήταν καλυμμένη με τον πέπλο της. Το "ἀμφιθαλές" παιδί (με τους 2 γονείς στη ζωή) βρισκόταν ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες, προσφέροντάς τους ψωμί και λέγοντας "ἔφυγον κακόν, εὗρον ἄμεινον" (= ξέφυγα από το κακό και βρήκα το καλύτερο), μία ευχή που γινόταν για μια καλύτερη ζωή. Όσο για τη νύφη, παρουσιαζόταν με ακριβό φόρεμα, διάδημα και πέπλο που κάλυπτε το πρόσωπό της, ενώ ο γαμπρός ήταν λευκοντυμένος και στεφανωμένος. Μετά το πέρας του πλούσιου γεύματος, προσέφεραν τα γλυκά του γάμου, τα υλικά των οποίων ήταν το αλεύρι, το μέλι και το σουσάμι, που συμβόλιζαν την αφθονία και τη γονιμότητα. Η επικύρωση του γάμου γινόταν τη στιγμή που ο γαμπρός έπιανε τη νύφη από το χέρι "χεῖρ' ἐπί καρπῷ". Μετά το γεύμα, οι νεόνυμφοι έμπαιναν στην άμαξα με προορισμό το σπίτι του γαμπρού, συνοδευόμενοι από πομπή παρανύμφων, παρόχων, φίλων και συγγενών, οι οποίοι κρατούσαν δάδες, κιθάρες και αυλούς, ενώ περνώντας μέσα από τους δρόμους έρριχναν στους νεονύμφους τα λεγόμενα "καταχύσματα" (διάφοροι καρποί) και έψαλλαν τα τραγούδια του Ὑμεναίου. Η πόρτα του γαμπρού ήταν στεφανωμένη και εκεί στεκόταν η μητέρα του με αναμμένη δάδα, ρίχνοντας στο κεφάλι των νεονύμφων καρπούς που συμβόλιζαν την αφθονία, τον πλούτο, την ευτυχία. Η νύφη πλησίαζε στη καινούργια εστία της και άγγιζε την ιερή φωτιά, ενώ και οι δύο σύζυγοι έκαναν σπονδή και δέηση στους Εφεστίους θεούς. Τέλος, η μητέρα του γαμπρού τους οδηγούσε στον θάλαμο.

  • Τα ἐπαύλεια είναι το κλείσιμο των εορτών του γάμου, που σφραγίζεται με τις επισκέψεις συγγενών και φίλων στους νεονύμφους, προσφέροντας δώρα, τα λεγόμενα ἐπαύλεια δῶρα, ενώ το βράδυ ο γαμπρός και ο πατέρας του παραθέτουν συμπόσιο.

Λατρευτικός πίνακας του Ε΄ αι. π.Χ. Σκηνή οικιακού βίου.
(Τάρας, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο)

Η νύφη πλέον, ως οικοδέσποινα, εκτελούσε τα καθήκοντά της με το να μένει στο σπίτι, ενώ ο γαμπρός απασχολείτο με γεωργικές εργασίες, την εκκλησία του δήμου ή το δικαστήριο, κυριαρχώντας στο σπίτι και έχοντας στην επιστασία και ευθύνη του τους οικογενειακούς δούλους.
Ελένη Δραμπάλα

Φωτογραφίες - Βιβλιογραφία: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Αρχαϊκός Ελληνισμός, Τόμος Β΄.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον