Ο Άνταμ Σμιθ, τα μονοπώλια και σύγχρονος νεοφιλελευθερισμός
Ο σύγχρονος νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, όσο κι αν θεωρεί ότι σε κάποια θέματα ο Σμιθ είναι ξεπερασμένος, δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο Σμιθ είναι ο ιδεολογικός του πατέρας. |
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Ο Άνταμ Σμιθ είναι τόσο κάθετος υπέρμαχος του ελεύθερου ανταγωνισμού, που καταδικάζει απερίφραστα οποιαδήποτε περιοριστική συνθήκη. Ακόμη και η μαθητεία, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση ενός επαγγέλματος, τον κάνει να αγανακτεί, αφού, επί της ουσίας, την ερμηνεύει από τη σκοπιά της καταπιεστικής συμπεριφοράς των συντεχνιών, που με κάθε τρόπο προσπαθούν να περιορίσουν τον ανταγωνισμό προς υπεράσπιση ιδίων συμφερόντων: «Τα αποκλειστικά προνόμια ενός συντεχνιακού επαγγέλματος υποχρεωτικά περιορίζουν τον ανταγωνισμό, στην πόλη της εγκαθίδρυσής του, σε αυτούς που έχουν το δικαίωμα ασκήσεως του επαγγέλματος. Συνήθως, αναγκαία προϋπόθεση για την απόκτηση αυτού του δικαιώματος είναι το να έχει υπηρετήσει κάποιος στην πόλη ως μαθητευόμενος υπό τις διαταγές ενός τεχνίτη – μάστορα που διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα. Ο εσωτερικός κανονισμός της συντεχνίας ρυθμίζει μερικές φορές τον αριθμό των μαθητευομένων που δικαιούται να έχει ένας τεχνίτης και σχεδόν πάντα τον αριθμό των ετών που είναι υποχρεωμένος να υπηρετήσει κάθε μαθητευόμενος. Η πρόθεση και των δύο ρυθμίσεων είναι να περιορίσουν τον ανταγωνισμό σε έναν πολύ μικρότερο αριθμό από αυτόν των ατόμων που θα ήταν, υπό διαφορετικές συνθήκες, διατεθειμένοι να εισέλθουν στο επάγγελμα. Ο περιορισμός του αριθμού των μαθητευομένων τον περιορίζει άμεσα. Η μακροχρόνια μαθητεία τον περιορίζει έμμεσα, αλλά το ίδιο δραστικά, μέσω της αύξησης των δαπανών της εκπαίδευσης». (σελ. 157 – 158).
Βεβαίως ο Σμιθ επεξηγεί ότι σε βάθος χρόνου, αυτοί οι περιορισμοί, που μόνο ως μέθοδος αποκλεισμού από το επάγγελμα μπορούν να εκληφθούν, ευνοούν τελικά και τους μαθητευόμενους, αφού συμβάλλουν εγγυητικά στην επαγγελματική σταδιοδρομία που θα ακολουθήσει: «Όλες αυτές οι συντεχνίες κατά το παρελθόν αποκαλούνταν “πανεπιστήμια” (universities), που πράγματι είναι ο σωστός λατινικός όρος για μια οποιαδήποτε συντεχνία.Το πανεπιστήμιο των σιδηρουργών, το πανεπιστήμιο των ραφτών κ.λπ. είναι εκφράσεις που συναντιόνταν στους καταστατικούς χάρτες των παλαιών πόλεων. Όταν εγκαθιδρύθηκαν για πρώτη φορά αυτές οι ιδιόρρυθμες συντεχνίες, που σήμερα παραδόξως αποκαλούνται “πανεπιστήμια”, ο όρος των ετών επί τα οποία ήταν απαραίτητο να μελετήσει κανείς προκειμένου να αποκτήσει το πτυχίο του ειδήμονος των τεχνών (masterofarts) προφανώς φαίνεται ότι αντιγράφηκε από τον όρο της μαθητείας στα κοινά επαγγέλματα, οι συντεχνίες των οποίων ήταν πολύ αρχαιότερες. Όπως ήταν απαραίτητο το να είχε εργαστεί κάποιος επί επτά χρόνια υπό τις διαταγές ενός κατάλληλα καταρτισμένου μάστορα (master) ενός κοινού επαγγέλματος, προκειμένου να φέρει τον τίτλο του μάστορα και να έχει ο ίδιος μαθητευόμενους, έτσι ήταν απαραίτητο το να έχει μελετήσει κάποιος επί επτά χρόνια υπό την καθοδήγηση ενός κατάλληλα καταρτισμένου ειδήμονος (master), προκειμένου να φέρει τον τίτλο του ειδήμονος (master), δασκάλου ή δόκτορα (λέξεις που στο παρελθόν ήταν συνώνυμες) στα ελεύθερα επαγγέλματα, και να έχει ο ίδιος υπό την επίβλεψή του μαθητές ή μαθητευόμενους (λέξεις που, αντίστοιχα, ήταν αρχικά συνώνυμες)». (σελ. 158 – 159).
Φυσικά, ο Σμιθ δεν τάσσεται συλλήβδην κατά της μαθητείας. Το ότι πρέπει να μάθει κανείς μια τέχνη προκειμένου να την ασκήσει είναι αυτονόητο. Ο Σμιθ τάσσεται κατά της μαθητείας αυτού του είδους, της μαθητείας που λειτουργεί ως επίφαση για την εξασφάλιση της ισχύος της συντεχνίας, που, στην ουσία, αποσκοπεί στη μείωση του ανταγωνισμού για να κρατήσει ψηλά τις τιμές. Γι’ αυτό και κρίνονται απαράδεκτα τα τόσα πολλά χρόνια της μαθητείας. Στην Αγγλία, μετά το “ψήφισμα της μαθητείας” από την Ελισάβετ το 1562 «κανένα άτομο δε θα μπορούσε στο μέλλον να ασκήσει ένα οποιοδήποτε επάγγελμα ή τέχνη απ’ αυτά που ασκούνταν εκείνη την εποχή, αν δεν είχε μια προϋπηρεσία τουλάχιστον επταετούς μαθητείας σε αυτό». (σελ. 159). Αλλά και στα άλλα μέρη της Ευρώπης η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη: «Στο Παρίσι, στις περισσότερες περιπτώσεις απαιτείται μια μαθητεία πέντε ετών, πριν όμως αποκτήσει κάποιος τα τυπικά προσόντα που απαιτούνται για να ασκήσει το επάγγελμα ως τεχνίτης, πρέπει σε πολλές απ’ αυτές να εργαστεί επί άλλα πέντε έτη ως μισθωτός τεχνίτης». (σελ. 160). Ο Σμιθ έχει τη δική του απάντηση: «…. Το να εξηγήσει κανείς σε έναν νέο άνθρωπο με τον πληρέστερο τρόπο πώς να χρησιμοποιεί τα εργαλεία του και να συναρμολογεί τις μηχανές δεν μπορεί να απαιτεί κάτι περισσότερο από τα μαθήματα μερικών εβδομάδων. Ίσως μάλιστα τα μαθήματα κάποιων ημερών να είναι αρκετά……….. ένας νέος άνθρωπος θα εξασκείτο με πολύ μεγαλύτερη επιμέλεια και προσοχή αν εργαζόταν εξαρχής ως μισθωτός τεχνίτης, αμειβόμενος ανάλογα με το μικρό έργο που θα μπορούσε να επιτελέσει και πληρώνοντας με τη σειρά του τα υλικά που ενδεχομένως θα χαλούσε λόγω αδεξιότητας και έλλειψης εμπειρίας……… Βέβαια, ο μάστορας θα ήταν ζημιωμένος. Θα έχανε όλους τους μισθούς της μαθητείας, τους οποίους τώρα εξοικονομεί, επί επτά συνεχόμενα έτη. Ίσως στο τέλος ο μαθητευόμενος να ήταν επίσης ζημιωμένος. Σε ένα επάγγελμα που μαθαίνεται τόσο εύκολα, θα είχε περισσότερους ανταγωνιστές…….. Τα επαγγέλματα, οι τέχνες, οι μυήσεις, θα ήταν οι χαμένοι. Όμως, το κοινό θα ήταν κερδισμένο, καθώς η εργασία όλων των τεχνιτών θα έφθανε φτηνότερη στην αγορά». Για να συμπεράνει: «Όλες οι συντεχνίες και το μεγαλύτερο μέρος των συντεχνιακών νόμων θεσπίστηκαν ακριβώς προκειμένου να εμποδίσουν αυτή τη μείωση των τιμών και, κατά συνέπεια, των μισθών και του κέρδους, μέσω της μείωσης του ελεύθερου ανταγωνισμού, ο οποίος ασφαλώς θα την προκαλούσε». (σελ. 162).
Κι όπως ο Σμιθ καταδικάζει την παρατεταμένη μαθητεία που περιορίζει τον ανταγωνισμό αυξάνοντας τις τιμές, έτσι εναντιώνεται και στην κρατική παρέμβαση που εμποδίζει την ελεύθερη μεταφορά και πώληση των προϊόντων από χώρα σε χώρα: «Οι υψηλοί δασμοί που βαρύνουν τις ξένες μανιφακτούρες και όλα τα αγαθά που εισάγονται από αλλοδαπούς εμπόρους κατατείνουν στον ίδιο σκοπό. Οι συντεχνιακοί νόμοι επιτρέπουν στους κατοίκους των πόλεων να αυξάνουν τις τιμές τους χωρίς το φόβο να πωλήσουν μικρότερες ποσότητες, λόγω του ελεύθερου ανταγωνισμού, από τους συμπατριώτες τους. Αυτές οι ρυθμίσεις τους εξασφαλίζουν επίσης και από τον ανταγωνισμό των ξένων. Η αύξηση των τιμών που προκαλείται και από τα δύο είδη ρυθμίσεων πληρώνεται τελικά παντού από τους γαιοκτήμονες, τους αγρότες επιχειρηματίες και τους εργάτες της υπαίθρου, οι οποίοι σπανίως αντιτίθενται στην καθιέρωση αυτού του είδους των μονοπωλίων». (σελ. 167). Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται ο φόβος του Σμιθ, που απειλεί με καταρράκωση την ελεύθερη οικονομία, που δεν είναι άλλος από τη δημιουργία μονοπωλίων. Τα μονοπώλια, ως έσχατο είδος καταστολής του ανταγωνισμού, μετατρέπουν την παραγωγή και τη διοχέτευση των αγαθών στην αγορά σε υπόθεση των λίγων, οι οποίοι μοιραία θα καθορίσουν και τις τιμές ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Κι εδώ δε μιλάμε μόνο για την αυτονόητα συνεπαγόμενη ακρίβεια, εδώ μιλάμε και για το ανελεύθερο της επαγγελματικής επιλογής καθώς η συντριπτική πλειοψηφία θα αποκλειστεί από επαγγελματικές δραστηριότητες που παραλόγως θα αποτελούν τσιφλίκι των λίγων: «Η ιδιοκτησία της ίδιας της εργασίας που έχει κάθε άνθρωπος είναι η πιο ιερή και απαραβίαστη, αφού είναι το πρωταρχικό θεμέλιο κάθε άλλης ιδιοκτησίας. Η προίκα ενός φτωχού ανθρώπου είναι η δύναμη και η επιδεξιότητα των χεριών του. Το να τον εμποδίζει κανείς να χρησιμοποιεί τη δύναμη και την επιδεξιότητά του με τον τρόπο που αυτός θεωρεί κατάλληλο, χωρίς να βλάπτει το γείτονά του, αποτελεί μια καθαρή παραβίαση αυτής της ιερότατης ιδιοκτησίας». (σελ. 160). Ο Σμιθ δε διστάζει να χαρακτηρίσει όλες αυτές τις συντεχνιακές ρυθμίσεις «καταπιεστικά μονοπώλια».
Αυτός είναι και ο λόγος που ο Σμιθ τάσσεται υπέρ της ελεύθερης αγοράς. Γιατί οποιαδήποτε περιοριστική παρέμβαση δεν μπορεί παρά να ευνοεί τις συντεχνίες, δηλαδή να δρα – είτε λίγο, είτε πολύ – προς την κατεύθυνση των μονοπωλιακών πρακτικών: «Το μονοπώλιο που παραχωρείται είτε σε ένα άτομο είτε σε μια εμπορική επιχείρηση, έχει το ίδιο αποτέλεσμα όπως και ένα μυστικό στο εμπόριο ή στις μανιφακτούρες. Ο κάτοχος του μονοπωλίου, με το να διατηρεί την αγορά συνεχώς σε ανεπάρκεια, με το να μην ικανοποιεί ποτέ πλήρως τη λειτουργούσα ζήτηση, πωλεί τα εμπορεύματα του πολύ πάνω από τη φυσική τους τιμή και αυξάνει τις απολαβές του, είτε αυτές συνίστανται σε μισθούς είτε σε κέρδη, πολύ πάνω από το φυσικό τους επίπεδο». (σελ. 92). Και συμπληρώνει: «Η μονοπωλιακή τιμή είναι η υψηλότερη που μπορεί να επιβληθεί σε μια δεδομένη στιγμή. Αντίθετα, η φυσική τιμή ή “τιμή του ελεύθερου ανταγωνισμού” είναι η χαμηλότερη που μπορεί να επιτευχθεί, όχι βέβαια σε οποιαδήποτε στιγμή, αλλά επί ένα σημαντικό χρονικό διάστημα. Η πρώτη είναι σε κάθε περίσταση η υψηλότερη που μπορεί να αποσπαστεί από τους αγοραστές ή αυτή στην οποία υποτίθεται ότι αυτοί συγκατατίθενται: η δεύτερη είναι η χαμηλότερη την οποία γενικά μπορούν να ανεχτούν οι πωλητές, ώστε να συνεχίσουν ταυτόχρονα τη δραστηριότητά τους». (σελ. 92).
Ο σύγχρονος νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, όσο κι αν θεωρεί ότι σε κάποια θέματα ο Σμιθ είναι ξεπερασμένος, δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο Σμιθ είναι ο ιδεολογικός του πατέρας. Ο ελεύθερος ανταγωνισμός, ως καπιταλιστικό δόγμα, στηρίζεται ακριβώς πάνω στο Σμιθ και η παγκοσμιοποίηση, ως ελεύθερη διακίνηση προϊόντων που τονώνει τον ανταγωνισμό, είναι όραμα του Σμιθ από το 1776. Όμως ο Σμιθ – κι ως ένα βαθμό δικαιολογημένα – δεν μπόρεσε να προβλέψει ότι το ασύνορο της παραγωγής και του εμπορίου αντί να διαλύσει τα μονοπώλια μέσω του ανταγωνισμού, τελικά θα τα ενίσχυε, αφού ο άκρατος ανταγωνισμός δεν είναι τίποτε άλλο από το μεγάλο ψάρι που τρώει το μικρό κι όσο οι μικροί αποσύρονται τόσο οι μεγάλοι διευρύνουν τα κέρδη τους διεισδύοντας όλο και πιο επιθετικά στην αγορά. Οι σύγχρονες πολυεθνικές, που πλέον είναι αδύνατο να ανταγωνιστεί κανένας, είναι η πιο σκληρή μονοπωλιακή μορφή, που πραγματοποιείται στο όνομα της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή του ελεύθερου ανταγωνισμού. Τελικά η πρόθεση του Σμιθ να περιορίσει την κρατική παρέμβαση στο πλαίσιο της εξάλειψης κάθε μονοπωλίου τελείται εν πλήρει αντιστροφή, αφού πλέον τα μονοπώλια δημιουργούνται μόνο με την ιδιωτική πρωτοβουλία, αφήνοντας τα κράτη εκτός παιχνιδιού. Με άλλα λόγια αυτό που πολέμησε ο Σμιθ, βρίσκεται και πάλι στο προσκήνιο απ’ την ανάποδη. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τη λανθασμένη οικονομική εκτίμηση του Σμιθ, αλλά και τον ίδιο το νεοφιλελεύθερο φαρισαϊσμό, που επικαλείται το Σμιθ στα περί ελεύθερου ανταγωνισμού, όχι γιατί ασπάζεται το όραμα του, αλλά για να επιβάλει τους δικούς του κανόνες. Γιατί ο Σμιθ κατέθεσε τη δική του οικονομική άποψη με στόχο την κατάργηση κάθε είδους μονοπωλίου, ενώ οι νεοφιλελεύθεροι την εκμεταλλεύτηκαν γνωρίζοντας καλά ότι τελικά θα προάγουν τα μονοπώλια των πολυεθνικών. Επικαλέστηκαν δηλαδή μια θεωρία γνωρίζοντας εκ των προτέρων τα αντίθετα αποτελέσματα που θα επέφερε. Ο Σμιθ μπορεί να δικαιολογείται που δεν πρόβλεψε ότι τελικά ο άκρατος ανταγωνισμός θα οδηγούσε σε υπερσυσσώρευση κεφαλαίου που θα ενίσχυε και πάλι τα μονοπώλια. (Δεν είναι εύκολο να τα προβλέψεις αυτά το 1776). Ο σύγχρονος νεοφιλελευθερισμός όχι. Ο Σμιθ θεμελίωσε μια θεωρία νομίζοντας ότι θα εξασφαλίσει την ισότητα στην αγορά. Ο νεοφιλελευθερισμός εφάρμοσε επιλεκτικά αυτή τη θεωρία, ακριβώς επειδή γνώριζε ότι θα διαλύσει κάθε έννοια ισότητας. Γιατί ο Σμιθ δεν αναφέρει ούτε συγχωνεύσεις, ούτε τραστ, ούτε χρηματιστηριακές φούσκες, ούτε τραπεζικά τζογαρίσματα, (χωρίς να αναφερθούμε στη διαφθορά της ανασφάλιστης εργασίας, των καρτέλ, της παιδικής εργασίας, και πάει λέγοντας, που επισήμως και οι νεοφιλελεύθεροι καταδικάζουν), σε αντίθεση με το σύγχρονο νεοφιλελευθερισμό που γνωρίζει καλά αυτά τα τερτίπια.
O Άνταμ Σμιθ (αγγλικά: Adam Smith, 16 Ιουνίου 1723 – 17 Ιουλίου 1790) ήταν Σκωτσέζος οικονομολόγος και ηθικός φιλόσοφος. Θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους της πολιτικής οικονομίας και θεμελιωτής της σχολής των κλασικών οικονομικών. |
Ο Σμιθ μπορεί να δικαιολογηθεί που δεν προέβλεψε την έκταση της ανεργίας από τη μαζική μηχανοποιημένη παραγωγή. Ο σύγχρονος νεοφιλελευθερισμός το γνώριζε και το εκμεταλλεύτηκε δεόντως. Τα ίδια και με το περιβάλλον. Ο Σμιθ στηρίζει την αξία των αγαθών στην εργασία και μόνο στην εργασία. Οι νεοφιλελεύθεροι βρήκαν χίλιες δυο πατέντες για να κερδίζουν από το χρηματιστηριακό καζίνο. Σε τελική ανάλυση ο Σμιθ μίλησε για τον «πλούτο των εθνών», ενώ η νεοφιλελεύθερη οικονομία θέλει να διαλύσει τα έθνη για τον πλούτο των ιδιωτικών κεφαλαίων. Τελικά, ο Σμιθ είναι ξεπερασμένος, όχι τόσο για τα λάθη του, όσο για τις προθέσεις του. Γιατί πράγματι πίστευε ότι οι απόψεις του θα συνέβαλλαν θετικά σ’ αυτό που ονόμασε «πλούτο των εθνών». (Και βέβαια το έργο του είναι πολύ σημαντικό. Αναμφισβήτητα ο Μαρξ του χρωστάει πολλά). Η σύγχρονη οικονομολογία του νεοφιλελευθερισμού όμως, δεν έχει καθόλου τέτοιες προθέσεις. Αυτό που την ενδιαφέρει είναι να νομιμοποιήσει ηθικά την εξαθλίωση του κόσμου προς όφελος των ελάχιστων. Ο σύγχρονος νεοφιλελευθερισμός δεν έχει καμία ιδεολογική βάση. Γιατί δεν έχει κανένα κοινωνικό όραμα. Γιατί η αποθέωση της απληστίας δεν είναι κοινωνικό όραμα. Είναι η βαρβαρότητα που προσπαθεί να εμφανιστεί φορώντας γραβάτα.
Άνταμ Σμιθ: «Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών», εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ για λογαριασμό του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη Α. Ε. Αθήνα 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αβαγνον