Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

Οι Ελληνίδες στα "Σχολεία" του 19ου αιώνα και οι μορφές εκπαίδευσής τους


Η εκπαίδευση των γυναικών στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα



ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΜΠΕΛΛΑ

Εισαγωγή
Η εκπαίδευση των γυναικών δεν μπορεί να απομονωθεί από τις κυρίαρχες αντιλήψεις κάθε εποχής για την κοινωνική θέση και τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας. Στη χώρα μας, σε όλο τον 19ο αιώνα, η πατριαρχική οικογένεια περιόριζε τη γυναίκα στο σπίτι και σε καθήκοντα που χαρακτηρίζονταν αποκλειστικά γυναικεία, όπως η φροντίδα για το νοικοκυριό και η ανατροφή των παιδιών. Έτσι, η μη ένταξη της γυναίκας στη διαδικασία των παραγωγικών σχέσεων και οι απόψεις για τη «γυναικεία φύση» και τον «γυναικείο προορισμό» προσδιόρισαν τις μορφές της εκπαίδευσής της, η οποία είχε «συμβολική» λειτουργία και αποτελούσε έναν παράγοντα ενισχυτικό της προίκας της. Αντίθετα, η ανδρική εκπαίδευση είχε επαγγελματική και οικονομική λειτουργία και αποτελούσε το μέσο για την κατάκτηση του δημόσιου χώρου και τη δημιουργία ενός καλύτερου μέλλοντος[1].


Η οργάνωση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης των γυναικών 
στο ελληνικό κράτος
Το ελληνικό κράτος, αμέσως μετά την ίδρυσή του (1830), προσπάθησε να καταπολεμήσει τις προλήψεις κατά της μόρφωσης που επιβίωναν από την περίοδο της Τουρκοκρατίας και έδωσε μεγάλη σημασία στην οργάνωση της εκπαίδευσης, καθώς αυτή αποτελούσε εγγύηση για ελευθερία και πρόοδο. Οι Έλληνες λόγιοι και παιδαγωγοί, επηρεασμένοι από τις ιδέες των Ευρωπαίων διαφωτιστών παιδαγωγών, πρόβαλαν την αναγκαιότητα της εκπαίδευσης των νέων και υποστήριξαν ιδιαίτερα (θεωρητικά και στην πράξη) την εκπαίδευση των κοριτσιών. Όμως, ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός δεν ξεπέρασε τις παραδοσιακές πατριαρχικές αντιλήψεις και συντήρησε την υποδεέστερη θέση των γυναικών, αποδίδοντας τα αίτια της γυναικείας υποτέλειας στη διαφορετική «φύση» και τον διαφορετικό «προορισμό» τους στη ζωή. Καθώς η γυναίκα διέθετε διαφορετικές αρετές, ηθική και προσωπικότητα από τον άνδρα, προοριζόταν για τους ρόλους της υποστηρικτικής συζύγου και ενάρετης μητέρας. Συνεπώς, η εκπαίδευσή της έπρεπε να έχει στόχο την ηθική συγκρότησή της και την προετοιμασία της για τη σωστή και αποτελεσματική άσκηση των μελλοντικών καθηκόντων της στο σπίτι και την οικογένεια[2].

Κατά την καποδιστριακή περίοδο, πρώτη προτεραιότητα της εκπαιδευτικής πολιτικής ήταν η επέκταση, γενίκευση, και οργάνωση της στοιχειώδους εκπαίδευσης με τη λειτουργία μικτών αλληλοδιδακτικών σχολείων, τα οποία απέβλεπαν στην εθνική, θρησκευτική και κοινωνική αγωγή των νέων. Παράλληλα, έγινε αισθητή η ανάγκη για την εκπαίδευση των Ελληνίδων και διατυπώθηκαν απόψεις που υποστήριζαν ότι οι γυναίκες δεν έπρεπε να μείνουν «εις παχυλήν αμάθειαν» γιατί από αυτές εξαρτιόταν η σωστή ανατροφή των παιδιών, η ευτυχία των ανδρών και η ευημερία της οικογένειας. Για να ανταποκριθούν λοιπόν καλύτερα στον κοινωνικό τους ρόλο, έπρεπε να γνωρίζουν τα στοιχειώδη γράμματα και συγχρόνως να αποκτήσουν μια ειδικότερη παιδεία, η οποία να καλλιεργεί τα «καθαρά και αυστηρά ήθη» και τις οικιακές αρετές που ταίριαζαν στις Ελληνίδες. Στην ανάπτυξη της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης των Ελληνίδων, σε σχολεία θηλέων αστικού και περιαστικού περιβάλλοντος, συνέβαλαν τόσο οι ξένοι ιεραπόστολοι όσο και η ιδιωτική πρωτοβουλία. Ωστόσο, η συμμετοχή των κοριτσιών στα μικτά αλληλοδιδακτικά σχολεία της πρώτης βαθμίδας ήταν πολύ μικρή: στο 26,53% των σχολείων αυτών δεν φοιτούσαν καθόλου κορίτσια ενώ στο υπόλοιπο 75% η συμμετοχή των κοριτσιών δεν υπερέβαινε το 15%. Την ίδια εποχή, η φοίτηση των κοριτσιών ήταν αρκετά χαμηλή και στα μικτά Ελληνικά σχολεία[3].

Λίγο αργότερα, με την εκπαιδευτική νομοθεσία του βασιλιά Όθωνα, θεσμοθετήθηκαν από την Πολιτεία η στοιχειώδης εκπαίδευση των κοριτσιών και η εκπαίδευση της δασκάλας, ενώ δεν ελήφθη καμία πρόνοια για την Μέση-ανώτερη του δημοτικού σχολείου εκπαίδευση. Αντίθετα, θεσμοθετήθηκαν όλες οι βαθμίδες της εκπαίδευσης για το ανδρικό φύλο. Το άρθρο 58 του νομοθετικού διατάγματος της 6/18 Φεβρουαρίου 1834 για την οργάνωση των Δημοτικών σχολείων αναφερόταν στην αγωγή των κοριτσιών και όριζε: «Τα σχολεία των κορασίων, όπου τούτο είναι δυνατόν, πρέπει να είναι χωριστά από των παίδων, να προΐστανται δε αυτών διδασκάλισσαι»[4]. Για την εφαρμογή αυτού του άρθρου απαιτούνταν χωριστά κτίρια με προσωπικό γυναίκες, όμως όπου δεν υπήρχε οικονομική δυνατότητα ίδρυσης σχολείου θηλέων, τα κορίτσια φοιτούσαν στο ίδιο σχολείο με τα αγόρια. Στο ίδιο διάταγμα, με το άρθρο 2 εισήχθη η διαφοροποίηση του περιεχομένου σπουδών: «εις Κορασίων Σχολεία θέλει γίνεσθαι γύμνασις εις γυναικεία εργόχειρα». Έτσι, στα πρώτα αλληλοδιδακτικά σχολεία, οι μαθήτριες εκτός από την ανάγνωση, τη γραφή και την αριθμητική διδάσκονταν και τις «γυναικείες τέχνες»: τη ραπτική, το πλέξιμο και το κέντημα, δηλαδή μαθήματα που αναπαρήγαγαν τα στερεότυπα της εποχής και απέβλεπαν στην προετοιμασία των μαθητριών για το ρόλο της συζύγου και μητέρας.
Ως το τέλος του 19ου αιώνα τα ποσοστά φοίτησης των μαθητριών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση παρέμειναν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, αν και η δημοτική εκπαίδευση ήταν υποχρεωτική από το 1834. Σύμφωνα με την απογραφή του 1879, ο αναλφαβητισμός των γυναικών ανερχόταν στο 93% και υπήρχαν αρκετοί δήμοι της χώρας στους οποίους καμία γυναίκα δεν ήξερε γράμματα. Ανασταλτικοί παράγοντες για τη φοίτηση των κοριτσιών στη δημοτική εκπαίδευση ήταν:

  • η απαγόρευση της συνεκπαίδευσης των δύο φύλων που θεσμοθετήθηκε το 1852[5].
  • η έλλειψη σχολείων θηλέων στις αγροτικές περιοχές, καθώς οι μικρές κοινότητες δεν μπορούσαν να συντηρήσουν δεύτερο σχολείο.
  • οι αντιλήψεις και οι προκαταλήψεις του λαού τόσο για τους έμφυλους ρόλους όσο και για την αναγκαιότητα της γυναικείας εκπαίδευσης[6].

Η λειτουργία των Ανώτερων Παρθεναγωγείων
Σε ό,τι αφορά την Μέση εκπαίδευση, το διάταγμα της 31 Δεκεμβρίου 1836 «Περί του κανονισμού των Ελληνικών Σχολείων και Γυμνασίων» αναφερόταν αποκλειστικά και μόνο στους «παίδας», μη προβλέποντας δευτεροβάθμια σχολεία για κορίτσια[7]. Σε όλο τον 19ο αιώνα, η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών, χαρακτηριζόταν από την έλλειψη κρατικής πρόνοιας, με αποτέλεσμα τις ανάγκες των κοριτσιών που επιθυμούσαν να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους μετά το δημοτικό σχολείο, να ικανοποιεί η ιδιωτική πρωτοβουλία. Για πολλά χρόνια, το σχήμα της μέσης εκπαίδευσης που γινόταν αποδεκτό από την ελληνική κοινωνία και τους παιδαγωγούς επικεντρωνόταν στην εκπαίδευση της δασκάλας και την παροχή ανώτερης του Δημοτικού σχολείου μόρφωσης στην οικοδέσποινα από προνομιούχα κοινωνικά στρώματα στα Ανώτερα ιδιωτικά Παρθεναγωγεία[8]. Ο σπουδαιότερος φορέας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης των κοριτσιών κατά τον 19ο αιώνα ήταν η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, η οποία στον τομέα αυτό αντικατέστησε εξολοκλήρου το κράτος, μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα[9].

Το Αρσάκειο της Αθήνας


Τα Ανώτερα Παρθεναγωγεία ιδρύονταν από ιδιώτες, δήμους ή εταιρείες, βρίσκονταν στα μεγάλα αστικά κέντρα και είχαν ακριβά δίδακτρα, καθώς απευθύνονταν σε κορίτσια εύπορων οικογενειών. Η χρονική διάρκεια των σπουδών διέφερε από Παρθεναγωγείο σε Παρθεναγωγείο ήταν όμως πάντα μικρότερη από τη διάρκεια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης των αγοριών που περιλάμβανε το τρίχρονο Ελληνικό σχολείο και το τετράχρονο Γυμνάσιο (σύνολο 7 χρόνια). Μπορεί να υποστηριχτεί ότι τα Παρθεναγωγεία αποτελούσαν περισσότερο μια προέκταση του Δημοτικού σχολείου με 3 ή 4 τάξεις, παρά έναν αυτόνομο και ολοκληρωμένο κύκλο σπουδών. Η σύγκριση με τα προγράμματα μαθημάτων των δευτεροβάθμιων σχολείων των αγοριών δείχνει ότι η ποιοτική στάθμη τους ήταν χαμηλή, αφού οι ώρες διδασκαλίας των Μαθηματικών και των Ελληνικών ήταν αισθητά λιγότερες. Το πρόγραμμα των Παρθεναγωγείων περιλάμβανε πολλές ώρες Αρχαίων Ελληνικών, σύμφωνα με τον φιλολογικό-κλασικιστικό προσανατολισμό του εκπαιδευτικού συστήματος, και επίσης έδινε έμφαση στα «διακοσμητικά» μαθήματα, όπως οι ξένες γλώσσες (κυρίως τα Γαλλικά), η Μουσική (κυρίως το κλειδοκύμβαλον), η Οικιακή Οικονομία και τα εργόχειρα,[10]. Όπως επισημαίνει ο Τσουκαλάς: «Αντίθετα με τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση των αγοριών, η εκπαίδευση των κοριτσιών δε σκόπευε παρά σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις σε μια επαγγελματική ενσωμάτωση στο κοινωνικό σώμα, αλλά λειτουργούσε περισσότερο σαν τεκμήριο της ταξικής προέλευσης και του οικογενειακού περιβάλλοντος […] λειτουργούσε συνεπώς βασικά συμβολικά και εξυπηρετούσε (όπως ακριβώς και η γνώση ξένων γλωσσών ή η μουσική επίδοση) σα συμπληρωματική «προίκα» που θα μπορούσε να τους εξασφαλίζει τον καλύτερο δυνατό γάμο»[11].

Οι Αρσακειάδες

Από τα μέσα του 19ου αιώνα, πολλοί παιδαγωγοί κατήγγειλαν ότι η Μέση εκπαίδευση αποτελούσε προνόμιο λίγων κοριτσιών που ανήκαν σε μια ορισμένη κοινωνική τάξη και ζούσαν στα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ οι υπόλοιπες μαθήτριες αναγκάζονταν να περιοριστούν στις στοιχειώδεις γνώσεις του δημοτικού σχολείου και πρόβαλαν το αίτημα η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών να γενικευτεί και να επεκταθεί σε όλη τη χώρα και σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Ωστόσο, καμία αλλαγή δεν επήλθε ως το 1893 οπότε δημοσιεύτηκε το πρώτο Ωρολόγιο και Αναλυτικό Πρόγραμμα μαθημάτων «των πλήρων Παρθεναγωγείων». Σ’αυτό αποτυπώθηκαν οι αντιλήψεις της εποχής για την εκπαίδευση των κοριτσιών, που όφειλε να είναι προσαρμοσμένη στις «ψυχικές και σωματικές δυνάμεις» και τον «προορισμό» τους[12]. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα με την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών και την αυξανόμενη ζήτηση πανεπιστημιακής εκπαίδευσης από τις γυναίκες, έγιναν προσπάθειες για την βελτίωση και αναβάθμιση της λειτουργίας των Ανώτερων Παρθεναγωγείων, με τη δημιουργία γυμνασιακών τάξεων.



Τα Διδασκαλεία
Τα Διδασκαλεία απευθύνονταν σε κορίτσια από μεσαία ή χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα που ενδιαφέρονταν για το δίπλωμα της δασκάλας. Το επάγγελμα της δασκάλας γινόταν ολοένα και πιο επιθυμητό, καθώς αποτελούσε τη μόνη διέξοδο για επαγγελματική αποκατάσταση και οικονομική ανεξαρτησία[13]. Παρά το διάταγμα του 1834 που προέβλεπε την ίδρυση Διδασκαλείου για δασκάλους και των δύο φύλων, η πολιτεία άφησε την εκπαίδευση της δασκάλας στην πρωτοβουλία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Στο Παρθεναγωγείο της, το οποίο αναγνωρίστηκε το 1861 ως Διδασκαλείο, φοιτούσαν υπότροφες του κράτους, των δήμων και της ίδιας της Εταιρείας, με την υποχρέωση να εργαστούν αργότερα ως δασκάλες. Όμως, η εκπαίδευση της δασκάλας ήταν υποβαθμισμένη σε σχέση με την αντίστοιχη των ανδρών δασκάλων τόσο ως προς τη διάρκεια των σπουδών όσο και προς την παιδαγωγική κατάρτιση και την πρακτική άσκηση. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι στο Παρθεναγωγείο-Διδασκαλείο (οι δύο όροι χρησιμοποιούνται για το ίδιο σχολείο) της Εταιρείας μαζί με τις υποψήφιες δασκάλες εκπαιδεύονταν - με κοινό πρόγραμμα μαθημάτων - και κορίτσια εύπορων οικογενειών που επιθυμούσαν να λάβουν γενική μόρφωση. Ο διπλός αυτός στόχος, εκπαίδευση της δασκάλας και γενική-διακοσμητική μόρφωση της οικοδέσποινας, προκάλεσε σύγχυση στο πρόγραμμα σπουδών και μείωσε τις πιθανότητες επίτευξης του ενός ή του άλλου στόχου. Όμως, είχε επιπτώσεις κυρίως στην παιδαγωγική μόρφωση και το διδακτικό έργο της δασκάλας, όπως φαίνεται από την αυστηρή κριτική των επιθεωρητών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης της εποχής[14].
Μετά την επέκταση του δικαιώματος για εκπαίδευση διδασκαλισσών (διάταγμα 27 Οκτωβρίου 1892) σε όλα τα ιδιωτικά Παρθεναγωγεία, παρατηρήθηκε τέτοια «δασκαλοπλημμύρα», ώστε δημιουργήθηκε μεγάλο εκπαιδευτικό και κοινωνικό πρόβλημα, γιατί συχνά αδιόριστες δασκάλες προσπαθούσαν με κάθε τρόπο και μέσο να πάρουν τις θέσεις των διορισμένων. Το 1893 η Πολιτεία διαχώρισε το επαγγελματικό σχολείο (το Διδασκαλείο), από το σχολείο γενικής παιδείας (το Ανώτερο Παρθεναγωγείο) και δημοσίευσε το πρώτο επίσημο Αναλυτικό Πρόγραμμα μαθημάτων των δύο σχολείων. Ωστόσο, καμία ουσιαστική αλλαγή δεν έγινε στο θεσμικό πλαίσιο μέχρι το 1914, όταν το κράτος ανέλαβε την κατάρτιση των διδασκαλισσών με την ίδρυση κρατικών Διδασκαλείων θηλέων[15].

Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση
Oι πύλες του ελληνικού Πανεπιστημίου έμειναν κλειστές για τις γυναίκες μέχρι το 1890 που έγινε δεκτή στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών η πρώτη φοιτήτρια, Ιωάννα Στεφανόπολι. Λίγα χρόνια αργότερα, η Ιατρική Σχολή και το Φυσιογνωστικό τμήμα του Πανεπιστημίου δέχτηκαν τις πρώτες φοιτήτριες. Η ζήτηση ανώτατης εκπαίδευσης από τις γυναίκες έθεσε για μια φορά ακόμα το ζήτημα της αναβάθμισης της δευτεροβάθμιας γυναικείας εκπαίδευσης, αφού το απολυτήριο του Ανώτερου Παρθεναγωγείου δεν εξασφάλιζε τη δυνατότητα εγγραφής στο Πανεπιστήμιο[16].


Η τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση
Η μοναδική μορφή τεχνικής-επαγγελματικής εκπαίδευσης, σε όλο τον 19ο αιώνα, ήταν η εξειδικευμένη κατάρτιση στις γυναικείες τέχνες και τα οικιακά έργα (κεντητική, ραπτική, πλέξιμο, μαγειρική), που απευθυνόταν κυρίως σε φτωχά κορίτσια. Οργανώθηκε και αναπτύχθηκε από φιλεκπαιδευτικούς και φιλανθρωπικούς συλλόγους γυναικών προερχόμενων κυρίως από τα μεσαία στρώματα («Φιλανθρωπική Εταιρεία Κυριών», «Σύλλογος κυριών υπέρ της γυναικείας Παιδεύσεως», «Ένωσις των Ελληνίδων»), οι οποίοι επιδίωκαν, παράλληλα με την επαγγελματική κατάρτιση, τη γενικότερη μόρφωση, ηθικοποίηση και εκπολιτισμό των γυναικών από τα λαϊκά στρώματα. Οι σπουδαιότερες επαγγελματικές σχολές ήταν το «Κυριακό Σχολείο των γυναικών και κορασίων του λαού» (1889) και το «Άσυλον των υπηρετριών και εργατίδων» (1892), που ιδρύθηκαν με πρωτοβουλία της Καλλιρρόης Παρρέν. Επίσης, το 1897 ιδρύθηκε από την «Ένωσιν των Ελληνίδων» η «Οικοκυρική και Επαγγελματική Σχολή» (1897), που εξυπηρετούσε δύο στόχους: το Οικοκυρικό τμήμα αναλάμβανε την πρακτική άσκηση της εύπορης οικοδέσποινας στις οικιακές εργασίες και τα καθήκοντα του νοικοκυριού και το Επαγγελματικό τμήμα την προετοιμασία μαθητριών από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για γυναικεία επαγγέλματα (μοδίστρες, μαγείρισσες, καπελούδες κ.ά.)[17].

Διεκδικήσεις και απόπειρες μεταρρύθμισης
Καθώς πλησιάζουμε προς την καμπή του αιώνα, η ανακάλυψη της παιδικής ηλικίας, η εξύμνηση της μητρότητας και του οικιακού ιδεώδους συνέπεσαν με την αναζωπύρωση του εθνικού ζητήματος και του αλυτρωτισμού. Τότε διατυπώθηκαν απόψεις που συνέκλιναν στο γεγονός ότι η Ελληνίδα έπρεπε να μορφωθεί για να ανταποκριθεί καλύτερα στο νέο της ρόλο, που ήταν η διαπαιδαγώγηση πολιτών άξιων να αγωνιστούν για την εκπλήρωση της Μεγάλης Ιδέας και πρόθυμων να μεταδώσουν τον ελληνικό πολιτισμό στην Ανατολή. Τότε, ο προοδευτικός παιδαγωγός Γ.Γ. Παπαδόπουλος πρότεινε τη διδασκαλία της νεότερης ελληνικής ιστορίας στα Ανώτερα Παρθεναγωγεία με σκοπό την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης των μαθητριών καθώς και την εισαγωγή του μαθήματος της Φυσικής Αγωγής για τη βελτίωση της υγείας τους. Αποτέλεσμα αυτών των απόψεων ήταν ο επαναπροσδιορισμός της σημασίας της γυναικείας εκπαίδευσης, η οποία άρχισε να αποκτά ένα χαρακτήρα πιο λειτουργικό[18].
Την ίδια εποχή, ένας μικρός αριθμός μορφωμένων γυναικών, χωρίς να αμφισβητεί τον ρόλο που απέδιδε στη γυναίκα η κυρίαρχη ιδεολογία, ούτε να απομακρύνεται από το πρότυπο της μητέρας και συζύγου, έθεσε δημόσια το ζήτημα της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής κατάρτισης και απασχόλησης των γυναικών και διεκδίκησε ισότητα στις εκπαιδευτικές ευκαιρίες και νέες επαγγελματικές προοπτικές. Πρωτεργάτριες στον αγώνα αυτό ήταν γνωστές δασκάλες της εποχής (Καλλιρρόη Παρρέν[19], Αικατερίνη Λασκαρίδου[20], Σαπφώ Λεοντιάς[21], Καλλιόπη Κεχαγιά[22]) οι οποίες με το εκπαιδευτικό, πνευματικό και κοινωνικό τους έργο θεμελίωναν και προωθούσαν αυτές τις διεκδικήσεις και άνοιγαν το δρόμο προς τη δημόσια δράση. Όπως επισημαίνει η Βαρίκα: «το επάγγελμα της δασκάλας ενώ είχε οριστεί αρχικά ως προέκταση της «γυναικείας φύσης» και ως θεσμοθέτηση της ένταξης των γυναικών στην ιδιωτική σφαίρα, μετατράπηκε από τις ίδιες τις γυναίκες όχι μόνο σε μέσο για την ανεξαρτησία τους, αλλά και σε μοχλό που τους επέτρεπε να μετατοπίσουν τα εμπόδια που τις απέκλειαν από τη δημόσια σφαίρα»[23].

Ιδιαίτερα η Καλλιρρόη Παρρέν, με τον δημοσιογραφικό της αγώνα, πρόβαλε το αίτημα για βελτίωση της δημοτικής, παροχή μέσης εκπαίδευσης ισότιμης με την ανδρική, ίδρυση επαγγελματικών σχολών που θα άνοιγαν νέες επαγγελματικές προοπτικές και πρόσβαση των γυναικών στις πανεπιστημιακές σπουδές. «Έχετε γυμνάσια τέλεια δια τα άρρενα, ιδρύσατε τοιαύτα και δια τα θήλεα. […] Έχετε πολυτεχνείον, πρακτικά λύκεια, γεωργικά και βιομηχανικά σχολεία δια τους άνδρας, ιδρύσατε τουλάχιστον μιαν πρακτική τεχνική σχολήν δι’ εκείνας […] Είναι ανάγκη επείγουσα να φροντίση πλέον και η Ελλάς περί μορφώσεως Ελληνίδων!»[24].

Η Εφημερίς των Κυριών της Καλλιρρόης Παρρέν (1887-1917) 


Ωστόσο, οι προτάσεις της Παρρέν δεν βρήκαν ανταπόκριση στους άνδρες πολιτικούς που επέμεναν στη διαφοροποίηση της Μέσης εκπαίδευσης των κοριτσιών. Στα εκπαιδευτικά νομοσχέδια των υπουργών Α. Αυγερινού (1880), Γ. Θεοτόκη (1889) και Α. Ευταξία (1899) είναι εμφανής η πρόθεση να επεκταθεί η στοιχειώδης εκπαίδευση των κοριτσιών, να διαχωριστεί το Διδασκαλείο από το σχολείο γενικής εκπαίδευσης και να ιδρυθούν κρατικάΑνώτερα Παρθεναγωγεία και Διδασκαλείο θηλέων. Όμως, σε όλα αυτά τα νομοσχέδια, η Μέση εκπαίδευση των κοριτσιών ήταν έντονα διαφοροποιημένη και υποβαθμισμένη, σε σχέση με αυτή των αγοριών, και το Γυμνάσιο προοριζόταν μόνο για τα αγόρια[25].

Συνεπώς, στα τέλη του 19ου αιώνα διαμορφώθηκαν δύο κατευθύνσεις για τη γυναικεία εκπαίδευση: από τη μια ηΠολιτεία και άνδρες παιδαγωγοί διαφοροποιούσαν τη Μέση εκπαίδευση των κοριτσιών, ως προς τη διάρκεια και τα διδασκόμενα μαθήματα, και την περιόριζαν στην προετοιμασία για το ρόλο της συζύγου, νοικοκυράς και μητέρας και από την άλλη οι μορφωμένες γυναίκες δεν ικανοποιούνταν με την πρακτική αυτή και ζητούσαν εκπαίδευση αντίστοιχη με την ανδρική που να εξασφαλίζει στις γυναίκες ουσιαστική μόρφωση και μεγαλύτερη συμμετοχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου.

20ος αιώνας: Οι πρώτες ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις
Στις αρχές του 20ου αιώνα, άρχισαν να μεταβάλλονται σταδιακά οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες και να δημιουργούνται προοπτικές για την είσοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας και τα επαγγέλματα, πράγμα το οποίο προανήγγειλε την αναβάθμιση της γυναικείας εκπαίδευσης. Στη Δημοτική εκπαίδευση το ποσοστό των μαθητριών αυξήθηκε κατά 10%, ενώ στη Μέση εκπαίδευση συνέχισε να παραμένει πολύ χαμηλό. Η ανάγκη για τη βελτίωση της γυναικείας εκπαίδευσης γινόταν ολοένα και πιο αισθητή, αλλά υιοθετούνταν από το παρελθόν απόψεις για την ιδιαιτερότητα της «φύσης» και του «προορισμού» της γυναίκας, που έθεταν όρια στην ποιότητα και τη διάρκεια της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Έτσι, οι απόπειρες μεταρρύθμισης, που έγιναν ως το 1910, ήταν αρκετά συγκρατημένες και δεν έδιναν λύσεις στα χρονίζοντα προβλήματα. Την ίδια εποχή, αρκετοί φιλελεύθεροι διανοούμενοι και νεωτεριστές παιδαγωγοί, μέλη του Εκπαιδευτικού Ομίλου, επαναπροσδιόρισαν τον γυναικείο ρόλο διευρύνοντας τα πλαίσια της γυναικείας σφαίρας δραστηριότητας, πρότειναν ουσιαστική εκπαίδευση που να εξασφαλίζει πλατύτερη κοινωνική και επαγγελματική δραστηριότητα και παρουσίασαν απόψεις σχετικές με την πνευματική ισοτιμία της γυναίκας με τον άνδρα[26].

Τομή στην ιστορία της γυναικείας εκπαίδευσης αποτέλεσαν οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις των κυβερνήσεων του Βενιζέλου (1914, 1917, 1929), που επιχείρησαν να οργανώσουν το σχολείο σύμφωνα με τις ιδεολογικές απαιτήσεις του αστικού καθεστώτος και να το προσαρμόσουν στις ανάγκες της οικονομικής ανάπτυξης. Η γυναικεία εκπαίδευση αναβαθμίστηκε με την ίδρυση Αστικών σχολείων και κρατικών Διδασκαλείων θηλέων το 1914, Ελληνικών σχολείων και Γυμνασίων θηλέων το 1917 και τη νομοθετική κατοχύρωση «Πρακτικών Σχολών θηλέων» το 1918[27]. Με τη μεταρρύθμιση του 1929 ικανοποιήθηκε, μετά από έναν αιώνα προβληματισμού και συζητήσεων, το αίτημα για την ισότητα στις εκπαιδευτικές ευκαιρίες των δύο φύλων, καθώς καθιερώθηκε η εξάχρονη υποχρεωτική φοίτηση σε μικτά Δημοτικά σχολεία και η ισότιμη και ομοιόμορφη δευτεροβάθμια εκπαίδευση για τους μαθητές και τις μαθήτριες, με τη λειτουργία Γυμνασίων αρρένων και θηλέων στις πόλεις και μικτών στις επαρχίες (σε περιοχές που αδυνατούσαν να ιδρύσουν και να συντηρήσουν δεύτερο σχολείο). Στο πρόγραμμα των μαθημάτων η μόνη διαφοροποίηση είχε σχέση με τη διδασκαλία των Οικοκυρικών για τις μαθήτριες και το χωρισμό των δύο φύλων στο μάθημα της Φυσικής Αγωγής, στην περίπτωση που το σχολείο ήταν μικτό[28].


______________________________________________

[1] Κων/νος Τσουκαλάς, Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830-1922), εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 19875, σσ. 472-475. 

[2] Ελένη Φουρναράκη, Εκπαίδευση και αγωγή των κοριτσιών. Ελληνικοί προβληματισμοί (1830-1910). Ένα ανθολόγιο, εκδ. ΙΑΕΝ, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1987, σσ. 14-15. Κατερίνα Δαλακούρα, «Εκπαίδευση και γυναικεία συνείδηση στις ελληνικές κοινότητες του οθωμανικού χώρου (19ος αι.): Το αδύνατο, το “ανωφελές” και το “άκαιρον” ενός φεμινιστικού αυτοπροσδιορισμού», στο: Αριάδνη, Επιστημονική επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής, τόμ. 13ος, Παν/μιο Κρήτης, Ρέθυμνο 2007, σσ. 225-226. 

[3] Χαράλαμπος Μπαμπούνης, Η εκπαίδευση κατά την Καποδιστριακή Περίοδο. Διοικητική οργάνωση και εκπαιδευτική λειτουργία, εκδ. Σύλλογος προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήναι 1999, σσ. 121-123, 443-445. Αλεξάνδρα Λαμπράκη-Παγανού, Η εκπαίδευση των Ελληνίδων κατά την Οθωνική περίοδο, Διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Φιλοσοφική Σχολή, Αθήνα 1988, σσ. 63, 88. 

[4] Αλέξης Δημαράς, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, (Τεκμήρια ιστορίας), τομ. Α΄ (1821-1894), εκδ. Εστία, Αθήνα 19992, σ. 48. 

[5] Το θέμα της συνεκπαίδευσης των δύο φύλων απασχόλησε τους παιδαγωγούς και τις κυβερνήσεις όλο τον 19οαλλά και στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι παιδαγωγοί δεν αποδέχονταν τα μικτά σχολεία για δύο λόγους: α) θεωρούσαν ότι τα κορίτσια δεν χρειάζονταν τη γνώση που ήταν κατάλληλη για τα αγόρια και β) συμμερίζονταν τις κοινωνικές αντιλήψεις της εποχής σύμφωνα με τις οποίες ο συγχρωτισμός των δύο φύλων στα σχολεία θα οδηγούσε στην «έκλυση των ηθών». Μέχρι το 1852 δεν απαγορευόταν η μικτή φοίτηση εκεί που δεν υπήρχαν αμιγή σχολεία θηλέων. Από το Σεπτέμβριο του 1852 απαγορεύτηκε αυστηρά ακόμα και στα νηπιαγωγεία, όχι μόνο η συμφοίτηση αλλά και η απλή συστέγαση αγοριών και κοριτσιών γιατί «…η τοιαύτη επιμειξία προκαταβάλλει σπέρματα δυσαρέστων συνεπειών» (Α. Λαμπράκη-Παγανού, ό.π., σσ. 108-109). 

[6] Αλεξάνδρα Μπακαλάκη και Ελένη Ελεγμίτου, Η εκπαίδευση «εις τα του οίκου» και τα γυναικεία καθήκοντα. Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929, εκδ. ΙΑΕΝ, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1987, σσ. 33-34. Σιδηρούλα Ζιώγου-Καραστεργίου, «“Φρονίμους δεσποινίδας και αρίστας μητέρας”. Στόχοι των Παρθεναγωγείων και εκπαιδευτική πολιτική στον 19ο αιώνα», στο Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου «Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας», τόμ. Β΄, εκδ. ΙΑΕΝ, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1986, σσ. 483-484. 

[7] Α. Δημαράς, ό.π., σ. 60. 

[8] Ο όρος παρθεναγωγείο συναντάται για πρώτη φορά στον αναλυτικό πίνακα «της εν τη Ελλάδι δημοσίας εκπαιδεύσεως» του υπουργού Π. Αργυρόπουλου (1854), για να χαρακτηρίσει το σχολείο των κοριτσιών που έχει «ανώτερο» τμήμα (παρέχει μόρφωση ανώτερη από αυτή που παρέχεται στο δημοτικό σχολείο). Από το 1893 καθιερώθηκε ο όρος ανώτερο παρθεναγωγείο για τα σχολεία μέσης εκπαίδευσης, ενώ ο όρος παρθεναγωγείο χαρακτηρίζει και τα δημοτικά σχολεία κοριτσιών. (Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα, (1830-1893), εκδ. ΙΑΕΝ, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1986, σσ. 125-126, 221). 

[9] Ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1836, μετά από ενέργειες των Ι. Κοκκώνη, Γ. Γεννάδιου και Μ. Αποστολίδη και άρχισε τη δράση της το 1837 με τη σύσταση ενός «κατώτερου» και ενός «ανώτερου» σχολείου με σκοπό τη διάδοση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και την παραγωγή διδασκαλισσών. Με τη συμπαράσταση του κράτους και στα πρώτα χρόνια ορισμένων δήμων, αλλά κυρίως με τις εισφορές Ελλήνων της διασποράς (Α. Αρσάκη, Σπ. Βαλέτα, Μ. Ράλλη, Δ. Στίνη), η Εταιρεία με τα σχολεία της (νηπιαγωγείο, δημοτικό, παρθεναγωγείο-διδασκαλείο, οικοτροφείο) που βρίσκονταν στην Αθήνα, Πάτρα, Κέρκυρα, πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στον τομέα της εκπαίδευσης των Ελληνίδων. (Α. Λαμπράκη-Παγανού, ό.π., σσ. 241-245. Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα, ό.π., σσ. 79-103). 

[10] Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, « “Φρονίμους δεσποινίδας και αρίστας μητέρας” …», ό.π., σσ. 485-487. 

[11] Κ. Τσουκαλάς, ό.π., σ. 473. 

[12] Από τα μέσα του 19ου αιώνα προβλήθηκε η ανάγκη για διαφοροποίηση στη μέση εκπαίδευση των κοριτσιών με το επιχείρημα ότι ήταν διαφορετική η «φύσις» (σωματικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά) και ο «προορισμός» τους στη ζωή (σύζυγοι, μητέρες και νοικοκυρές). Η αδύναμη και ευαίσθητη «φύσις» των κοριτσιών απαιτούσε απλούστερα μαθήματα και ο «προορισμός» κατεύθυνε σε προετοιμασία για τα οικιακά έργα. Τα επιχειρήματα αυτά στηρίζονταν σε ιατρικές απόψεις ξένων επιστημόνων που παρουσίαζαν τις βιολογικές και ψυχολογικές διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα, και υποστήριζαν ότι η υπερβολική διανοητική εργασία και η ανώτερη εκπαίδευση μπορεί να έχει επιπτώσεις, όχι μόνο στην υγεία, αλλά και την αναπαραγωγική ικανότητα των κοριτσιών και πρόβαλαν την ανάγκη για εκπαίδευση ποιοτικά διαφορετική από αυτή των αγοριών. Τις απόψεις αυτές υιοθετούσαν και πολλοί γνωστοί Έλληνες παιδαγωγοί, όπως ο Χαρίσιος Παπαμάρκος, ο οποίος πρότεινε για τα παρθεναγωγεία ένα πρόγραμμα μαθημάτων αρκετά υποβαθμισμένο και διαφοροποιημένο σε σχέση με το πρόγραμμα των δευτεροβάθμιων σχολείων των αγοριών (Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα, ό.π., σσ. 274-275). 

[13] Στην καμπή του 19ου αιώνα ο μηνιαίος μισθός μιας δασκάλας, κυμαινόταν από 80 έως 120 δραχμές. Την ίδια εποχή το εισόδημα των κατώτερων τραπεζικών υπαλλήλων υπολογίζεται σε 123 δρχ. το μήνα, ενώ ο μηνιαίος μισθός του ειρηνοδίκη γύρω στις 200 δρχ. Αν και οι αποδοχές της δασκάλας ήταν χαμηλότερες από τις αποδοχές επαγγελμάτων που ασκούσαν άνδρες από τα μεσαία στρώματα, έδιναν τη δυνατότητα σε μια γυναίκα να ζει μια ζωή μετρημένη, αλλά ανεξάρτητη (Ε. Βαρίκα, Η εξέγερση των κυριών. Η γένεση μιας φεμινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα 1833-1907, εκδ. Κατάρτι, Αθήνα, 19962, σ. 230). 

[14] Σύμφωνα με την έκθεση του Δ. Πετρίδη (Σύρος, 1880), οι δασκάλες απόφοιτες του Αρσακείου «… υστερούσι κατά τας γνώσεις, ούτε θεωρητικώς διδαχθείσαι επαρκώς ούτε πρακτικώς ασκηθείσαι εν τω έργω […] επιμένουσι κυρίως εις την μετάδοσιν των μηχανικών εμπειριών της Αναγνώσεως, Γραφής και Αριθμητικής και την εκστήθησιν των βιβλιαρίων και των άλλων μαθημάτων». Για τις εκθέσεις των επιθεωρητών της περιόδου αυτής (βλ. Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών…, ό.π., σσ. 161-162).


[15] Σήφης Μπουζάκης και Χρήστος Τζήκας, Η κατάρτιση των Δασκάλων-Διδασκαλισσών και των Νηπιαγωγών στην Ελλάδα, τόμ. Α΄ (Η περίοδος των Διδασκαλείων 1834-1933), εκδ. Gutenberg, Αθήνα 20022, σσ. 40-42, 275-276. 

[16] Ε. Φουρναράκη, ό.π., σσ. 56-57.


[17] Μ. Κορασίδου, «Η υλική και ηθική “αναμόρφωση” των φτωχών γυναικών: Οχυρό κατά της “βίας” και της “αγριότητας” των αποκλήρων της Αθήνας του 19ου αιώνα», Δίνη, 6, 1993, σσ. 146-157. Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, « “Φρονίμους δεσποινίδας και αρίστας μητέρας”…», ό.π., σσ. 487-489.


[18] Ε. Βαρίκα, ό.π., σσ. 127-133. Ε. Φουρναράκη, ό.π., σσ. 36-37. 

[19] Γεννημένη στην Κρήτη το 1861, σπούδασε δασκάλα και εργάστηκε ως διευθύντρια ελληνικών παρθεναγωγείων στη Ρωσία και τα Βαλκάνια. Μετά το γάμο της με τον Ιωάννη Παρρέν, Γάλλο δημοσιογράφο από την Κωνσταντινούπολη και ιδρυτή του Αθηναϊκού Πρακτορείου, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ανέλαβε την έκδοση της Εφημερίδος των Κυριών (1887), μέσω της οποίας έθεσε το θέμα της «χειραφετήσεως» των γυναικών «δια της εκπαιδεύσεως και δια της εργασίας». Στον τομέα της γυναικείας εκπαίδευσης, παρακολουθούσε τις εξελίξεις, κριτίκαρε τη «διακοσμητική» και αναχρονιστική μόρφωση που δινόταν στα παρθεναγωγεία και διατύπωνε το αίτημα για ουσιαστική και εκσυγχρονισμένη εκπαίδευση, σε συνδυασμό με εξειδικευμένες γνώσεις στις οικιακές εργασίες (Ε. Φουρναράκη, ό.π., σσ. 49, 53-56, 67. Ε. Βαρίκα, ό.π., σσ. 274-280). 

[20] Το 1880 παρακολούθησε μαθήματα της φροβελιανής μεθόδου στη Δρέσδη της Γερμανίας και μόλις επέστρεψε στην Αθήνα εισήγαγε στο σχολείο της «Ελληνικό Παρθεναγωγείο» το σύστημα των φροβελιανών «παιδικών κήπων», όπου κεντρική θέση στη μάθηση έχει το παιχνίδι. Ασχολήθηκε και με την εκπαίδευση των νηπιαγωγών (Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών …, ό.π., σσ. 177-178). 

[21] Γεννημένη στην Κωνσταντινούπολη το 1832, σπούδασε ελληνική, γαλλική και γερμανική φιλολογία. Διετέλεσε διευθύντρια παρθεναγωγείων στη Σάμο και τη Σμύρνη. Μετέφρασε τους Πέρσες του Αισχύλου και τηνΕσθήρ του Ρακίνα. Έγραψε ποιήματα, μελέτες, το σχολικό εγχειρίδιο Κορασιακή Χρηστομάθεια (1876), και το σχολικό Ιερόν εκλόγιον ήτοι Συλλογή εκ του Συναξαριστού (1874). Συνεργάστηκε με το περιοδικό Ευρυδίκη που εξέδιδε η αδελφή της Αιμιλία Κτενά, την Πανδώρα και την Εφημερίδα των Κυριών (Α. Μπακαλάκη και Ε. Ελεγμίτου,ό.π., σσ. 21-22). 

[22] Διευθύντρια του «Ελληνικού Παρθεναγωγείου» μαζί με την Αικ. Λασκαρίδου (1867), και του «Ζαππείου» Παρθεναγωγείου της Κωνσταντινούπολης (1875). Με δική της πρωτοβουλία ιδρύθηκε το 1872 στην Αθήνα ο «Σύλλογος Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως» με κύριο σκοπό την προώθηση της γυναικείας εκπαίδευσης. Από τις πιο αξιόλογες δραστηριότητές του ήταν η σύσταση του «Εργαστηρίου απόρων γυναικών» που συνέβαλε στην επαγγελματική κατάρτιση των γυναικών και η ίδρυση παρθεναγωγείου στα 1890. Με το πλούσιο εκπαιδευτικό έργο και την κοινωνική προσφορά της, εντάσσεται στις πρωτοπόρες Ελληνίδες παιδαγωγούς (Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών …, ό.π., σσ. 204, 208, 270-271, 330). 

[23] Ε. Βαρίκα, ό.π., σ. 242. 

[24] Καλλιρρόη Παρρέν, «Τι την θέλουσιν αι γυναίκες την αρχαίαν ελληνικήν», στο: Ε. Φουρναράκη, ό.π., σσ. 401-403. 

[25] Για τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια βλ. Ε. Φουρναράκη, ό.π., σσ. 58-60· Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών…, ό.π., σσ. 287-294. 

[26] Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, « “Υπερβαίνοντας τα εσκαμμένα”. 1890: Η πρώτη ελληνίδα φοιτήτρια – Τα δύσκολα βήματα προς την αναγνώριση», ένθετο Επτά ημέρες/Η Καθημερινή, 2/5/99, σ. 15. 

[27] Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, «Η διάσταση του φύλου στην παιδαγωγική θεωρία και εκπαιδευτική πράξη από το 1900 έως το 1930: Λόγος-αντίλογος στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων του Ελευθερίου Βενιζέλου», στο: Χρήστος Τζήκας (Επιμ.), Ζητήματα ιστορίας και ιστοριογραφίας της εκπαίδευσης, Πρακτικά επιστημονικής διημερίδας, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 158. 



[28] Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, «Η μικτή εκπαίδευση στα δευτεροβάθμια σχολεία στην Ελλάδα: προοπτικές και δημόσιες συζητήσεις από τις αρχές του αιώνα μας μέχρι σήμερα» στο: Β. Δεληγιάννη, και Σ. Ζιώγου (Επιμ.)Εκπαίδευση και φύλο. Ιστορική Διάσταση και Σύγχρονος Προβληματισμός, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 198.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον